Το χρώμα στις Κυκλάδες
Ιούνιος 2008 Γράφει η Βιβιάννα Α. Μεταλληνού, αρχιτέκτων
Με την ευκαιρία της δραστηριοποίησης του εκκλησιαστικού συμβουλίου των Αγίων Αναργύρων Θολαρίων, για την επαναφορά του χρώματος του ναού στην αρχική του μορφή, θα ήθελα να καταθέσω μερικές σκέψεις μου γύρω από τον πάλλευκο μύθο της αρχιτεκτονικής των Κυκλάδων.
Είναι αλήθεια ότι οι Κυκλάδες είναι διάσημες ανά την υφήλιο για το εκτυφλωτικό λευκό τους. Όλη αυτή η μαγεία που αποπνέουν τα οικιστικά τους σύνολα δίνουν την αίσθηση ότι υπήρχαν εκεί από πάντα! Πόσο μεγάλη ανακρίβεια!
Τα κτίρια από την αρχαιότητα μέχρι το 19ο αιώνα είχαν χρώμα και μέσα και έξω. Το ανακαλύπτουμε στα κατώτερα στρώματα των σοβάδων στις ανακαινίσεις παλαιών κατασκευών, στα χαλάσματα των εγκαταλειμμένων σπιτιών με την τεράστια σκηνική γοητεία που εξασκούν στους όψιμους εξερευνητές τους, στις αναφορές των ιστορικών περιηγητών, αλλά και στην καθημερινή πρακτική των απλών και ταπεινών κτισμάτων – αγροτικά κτίσματα, διάφορες κατασκευές στα χωριά.
Η μονοχρωμία του λευκού στις Κυκλάδες επιβλήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και μάλιστα με διάταγμα του Μεταξά! Σύντομα το μοντέρνο κίνημα το ενέταξε στην πρωτοπορία του, επενδύοντάς το και με φιλοσοφική ανάλυση: Η σωστή αρχιτεκτονική δεν έχει ανάγκη από χρώμα, το οποίο εντάσσεται στην κατηγορία των -περιττών- διακοσμητικών στοιχείων. Η «λευκή» περίοδος κυριάρχησε πλήρως για μία εικοσαετία, αλλά στη συνέχεια το χρώμα επανήλθε θριαμβευτικά. Αρχιτέκτονες μαζί με κορυφαίους ζωγράφους συνεργάζονται, για να διατυπώσουν το νέο αξίωμα με την ορμή και τον ενθουσιασμό της πρωτόγνωρης ανακάλυψης. Όμως το χρώμα ήταν πάντα εκεί. Αποτελεί δομικό υλικό της κατασκευής, γιατί χτίζουμε με αυτό. Όταν ο αρχιτέκτονας φαντάζεται τον αρχιτεκτονικό χώρο, δεν μπορεί παρά να τον φανταστεί με χρώμα, υλικά και φως. Το ίδιο και οι ίδιοι οι κάτοικοι των οικισμών, που δανείζονταν τη ζεστασιά της γης περνώντας τη βούρτσα του ασβέστη πάνω από το χώμα στο κατώφλι τους. Έτσι έπαιρνε ο τοίχος ένα γλυκό τριανταφυλλί, ένα με το περιβάλλον του. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει λάθος: Η ένταξη του κτίσματος ήταν απόλυτη.
Το δωμάτιό μου στη βόρεια γωνιά του σπιτιού μας το έβαψα κεραμιδί. Νεαρή φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής, όταν αγοράσαμε αυτό το σπίτι, ήταν το πρώτο μου έργο. Η πρωτοτυπία μου; Εφάρμοσα μια παλέτα χρωμάτων στο εσωτερικό, περισσότερο με την αίσθηση της αύρας των χώρων που ήθελα να δημιουργήσω παρά από κάποια ιδιαίτερη μέχρι εκείνη τη στιγμή γνώση για το βάρος και τη λειτουργία του χρώματος στη σύνθεση.
Κάποια στιγμή έφυγα από το νεανικό μου δωμάτιο για σπουδές στο εξωτερικό. Όταν γύρισα και ξανακατοίκησα στο δωμάτιό μου, αυτό ήταν βαμμένο κρεμ και το χειμώνα έβαζα το αερόθερμο να φυσάει στον τοίχο, για να σταματήσω το ρεύμα που ανέδυε η νύχτα! Τόσο ήταν το κρύο που ένοιωθα στο κρεμ δωμάτιο! Η μητέρα όμως ήταν ευτυχής ότι είχε επαναφέρει την τάξη στο σπίτι, με έναν καθωσπρέπει χρωματισμό!
Το χρώμα από τη δεκαετία του ’60 και μετά θεωρείτο λαϊκό στοιχείο. Για το λόγο αυτό αποβλήθηκε διά νόμου από τη ζωή μας, ιδίως στα νησιά. Παραμόρφωσαν έτσι την πραγματικότητα. Όσο κοιτάμε στο παρελθόν, βλέπουμε χρώματα και ζωγραφιές. Στη Σαντορίνη τα ευρήματα είναι δωμάτια με εξαίσιες τοιχογραφίες και χρώματα. Επικρατούν η ώχρα, το κεραμιδί και το γαλάζιο. Στην αρχαία Ελλάδα είχαμε το ίδιο, την ώχρα, το κεραμιδί και τις αποχρώσεις του, αναμειγμένα με το λευκό ή το μαύρο. Βλέπουμε λοιπόν πόσο αναγκαίος ήταν ο χρωματισμός στην αρχιτεκτονική και κατ’ επέκταση στη ζωή μας. Γιατί το χρώμα είναι ζωντανή ουσία. Δεν είναι διακοσμητική επιδερμίδα, όπως το θεωρεί η κύρια αντίληψη που ισχύει σήμερα. Αποτελεί συνέχεια του κτίσματος, μια ζωντανή ανάγκη στη ζωή μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τώρα ότι και στα νησιά τα σπίτια ήταν χρωματιστά – όπως το σπίτι του θείου Μάρκου, με αυτή την ώχρα που βγάζει φωτιά όταν το αντικρίζεις μέσα στην ανωνυμία των γύρω κτισμάτων. Αν και τα άλλα σπίτια είχαν χρώμα, θα φάνταζε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο απ’ αυτό που αντικρίζουμε σήμερα με την καθολική κυριαρχία του λευκού. Είναι φανερό τις νύχτες με φεγγάρι ότι τα λευκά σπίτια είναι άγρια και σκληρά πάνω στα καφετιά γλυκά βουνά. Μοιάζει σαν να ’χει πέσει χιόνι καταμεσής καλοκαιριού.
Με τεχνικές παλιάς σχολής. Θα πρέπει σιγά-σιγά να εμπιστευτούμε την αξία του και να επαναφέρουμε τη σωστή έννοια και αίσθηση του χρώματος στα σπίτια και στα περιβάλλοντά μας, κρατώντας και κάποιες από τις τεχνικές της παλιάς σχολής. Με ασβέστη δουλεμένο με μαεστρία και όχι πλαστικό. Το πλαστικό απορροφά το φως, το αλλάζει, κι έτσι η ώχρα γίνεται κίτρινο και το κεραμιδί βυσσινί. Ενώ ο ασβέστης γίνεται ένα με το κτίσμα και ξαναδίνει το χρώμα στα μάτια μας με μια διαφάνεια που δίνει βάθος στην όψη. Αποτελεί μέσο και όχι τελικό ζητούμενο και θα πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε σαν τέτοιο. Για να ξαναφέρουμε το χρώμα στη ζωή μας, που τη συμπληρώνει με νόημα.
Και φυσικά ο ναός των Αγίων Αναργύρων πρέπει να ξαναπυρπολήσει τις ανατολές και να γραδάρει τα ηλιοβασιλέματα όλης της Γιάλης με την πορφυρή ώχρα της.
Το 1938, ο Μεταξάς διατάσσει να περαστούν με ασβέστη όλα τα σπίτια των νησιών (σοβαντισμένα ή ασοβάντιστα), για να προστατευτούν μ’ αυτό τον τρόπο, από τη χολέρα, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Ελλάδα κι είχε απλωθεί και στα οικόσιτα πτηνά. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το κατεξοχήν απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Έτσι τα σπίτια στα νησιά γίνανε άσπρα (ακόμα και τα χρωματιστά), με την επίβλεψη -τον αυστηρού χωροφύλακα.
Στη συνέχεια το μέτρο προφύλαξης ξεχάστηκε. όμως μερικοί κράτησαν τον ασβέστη. Με το φόβο της φυματίωσης, που θέριζε εκείνα τα χρόνια, όταν έρχονταν το Πάσχα, ασβέστωναν το χωριό, από τους τοίχους μέχρι τα σοκάκια, για να δείχνουν παστρικά τα σπίτια.
Το 1955, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές ευγενών εικαστικών και κοσμικών κύκλων, (Ελένη Βλάχου, Σπύρος Μελάς, Κώστας Μπίρης), παρουσιάζει στον Καραμανλή, ως πρόταση διαφήμισης για τα ελληνικά νησιά, μια μυκονιάτικη φωτογραφία-πρότυπο, καλοσυντηρημένων σπιτιών, που είχαν στην ιδιοκτησία τους μερικοί ξένοι και ντόπιοι κοσμοπολίτες αστοί. Η συνταγή ήταν καλοφτιαγμένη. Η εικόνα του Αιγαίου: το άσπρο, το χρώμα της αγνότητας, σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, του ουρανού, έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής