Σημείωση της Πόπης Συνοδινού
Όταν στάθηκα στον νεκροθάλαμο που κοιμόταν ο πατέρας,
παγωμένες στέπες ακουμπούσαν στα πόδια μου.
Κάτω από τις πατούσες μου άνθιζαν γιατσεντα, ήταν από αυτά που
συνήθιζα να τα μυρίζω στην αυλή μας.
Ο χρόνος βουβός κι αμήχανος μπροστά μου με μιαν άγρια όψη,
μύριζε βαριά θυμάμαι μέσα σε κεινο το ψυγείο.
Και τι ειρωνεία, η νοσοκόμα μου έδωσε να κρατήσω κεινο το ρολόι του που σταμάτησε μαζί του.
Όμως, στον χρόνο που από τότε πέρασε, δεν επαψε ο αγαπημένος μαζί μου να ναι,
να μου δίνει ζεστές πληγές από χαμόγελα μέσα στα χέρια μου.
Κι εγώ όπως όταν ήμουν παιδί τα βλέπω και τους γελάω.
Τους τραγουδώ κάποια τραγούδια που μιλάνε για νησιά,
μιλουνε για αγάπες,
αγάπες που μετανάστευσαν σε ένα κρύο σπίτι, ένα σπίτι από Χειμώνα.
Οι νησιώτικες παραφυάδες μου είναι φλέβες στον κορμό των δέντρων,
είναι ακτινωτές κηλίδες στο αίμα του ήλιου.
Κι από τότε λέω στον πατέρα μου που στέκει ακίνητος σε μια τρύπα του χρόνου,
εμένα μην με φοβάσαι.
Δεν φοβήθηκα ποτέ να μείνω για λίγο μόνη,
φοβήθηκα να είμαι μόνη μέσα στο πολύ του κόσμου.
Και καθώς κοιτάζω τις παλάμες μου βλέπω στις λεπτές γραμμές της ζωής μου να ανθίζουν χαμόγελα που δεν είναι παγωμένα..