Skip to main content

Από τον Όρμο στους Μύλους

Από τον Όρμο στους Μύλους

Διασχίσαμε τον κάμπο, οργασμός εργασίας, όλοι μάζευαν τις ελιές τους, απλωμένα κάτω τα ελαιόπανα και τα ραβδιά να ρίχνουν τις ελιές. Τα δέντρα ήταν φορτωμένα με το μικρό καρπό της ποικιλίας «κορωνέικη» που αναλογικά παράγει μικρή ποσότητα, αλλά πολύ υψηλή ποιότητα λαδιού. Οι ντόπιοι, αφοσιωμένοι στην εργασία τους, δεν έδειχναν να ενοχλούνται από το διάχυτο θόρυβο των μηχανικών ραβδιών. Στη Λαγκάδα ρωτήσαμε στο μπακάλικο πώς ν’ ανεβούμε στους μύλους, εύκολο ήταν, το μονοπάτι ξεκινούσε πίσω από το Δημοτικό, για τρίτη μέρα αέρας και κρύο.

Περπατάμε πλάι στις ψηλές ξερολιθιές που μοιράζουν το βουνό σε ιδιοκτησίες. Τριγύρω πρόβατα και κατσίκια, πέτρες και θάμνοι. Ανεβαίνουμε την πλαγιά και ισιώνουμε προς την κορφή λίγο πριν τους ανεμόμυλους, ο βοριάς πέφτει πάνω μας με δύναμη. Συνεχίζουμε με δυσκολία προς τα ερείπια των μύλων, τριγύρω τα βουνά κλεισμένα από γκρίζα σύννεφα που τρέχουν, αλλάζοντας συνεχώς σχήματα και οι σκιές τους δημιουργούν μαύρες τρύπες στη θάλασσα. Μια απίστευτη και απέριττη χορογραφία τεράστιας κλίμακας φτιαγμένη από φως και αέρα. Πέρα από το νησί, πάνω από το Αιγαίο ο ουρανός παραμένει ανέφελος. Κόντρα στο βοριά κοιτάζω τον κόλπο της Αιγιάλης, στο βάθος το νησάκι Νικουριά υποβλητικό κάτω από το φως που διαπερνά τα σύννεφα. Γυρίζω το βλέμμα μου στους μύλους, νεκρά κελύφη, σωροί από πέτρες και σάπια ξύλα, παρατημένοι δεκαετίες στην εντροπία των ανέμων. Καθόμαστε πίσω από ένα βράχο για να αποφύγουμε το βοριά και να φάμε. Ησυχία. Στη φύση νιώθεις την παραμικρή αλλαγή του καιρού να διαπερνά το σώμα σου. Μόλις που προλαβαίνω να δω ένα κοπάδι πρόβατα που βουβά διασχίζουν την κορυφογραμμή και κατηφορίζουν νότια.

Κατεβήκαμε, στο παντοπωλείο μάς είπαν ότι στους μύλους άλεθαν το σιτάρι, που το κουβαλούσαν πάνω με ζώα, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες. Το χωριό ήταν απομονωμένο, πριν από είκοσι πέντε χρόνια ήρθε το ρεύμα και πριν από είκοσι χρόνια έγινε ο δρόμος για το λιμάνι. Συνεχίσαμε για τα Θολάρια, κοίταξα δεξιά, στον κάμπο ενός σπιτιού τα απλωμένα ασπρόρουχα ανέμιζαν στο δυνατό βοριά, συντροφιά μας στην υπόλοιπη διαδρομή τα γκαρίσματα από τα γαϊδούρια.