Ο Ασφοντυλίτης, παραμύθι από την Αμοργό
Τίτλος: Ο Ασφοντυλίτης
Κείμενο: Εύη Γεροκώστα
Εικόνες: Νίκος Σταυρακαντωνάκης
Περιοδικό Το Παραμύθι, τ. 3, άνοιξη 2011
Αρχές καλοκαιριού στην Αμοργό.
Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι μου αφηγήθηκαν
την ίδια ιστορία με τρεις διαφορετικούς τρόπους.
Τους άκουσα καλά κι έφτιαξα μια τέταρτη…
“Παλιά, πολύ παλιά, σ’ ένα νησί κοντά και μακριά, γεννήθηκε ένα αγόρι. Όπως όλα τα μωρά, σαν βγήκε από την κοιλιά της μάνας του, έκλαψε, φώναξε, πάλεψε με τη μπάμπω του που ήθελε σώνει και καλά να τον φασκιώσει, και τελικά αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά εκείνης που τον κουβαλούσε μέσα της εννιά μήνες.
Η μάνα του… η Ρηνούλα. Την είχε αγαπήσει ο Νικόλας. Μόλις αγόρασε δική του βάρκα, τη ζήτησε από τον πατέρα της. Ο γάμος έγινε στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα, εκεί όπου την είχε πρωτοδεί να μαζεύει λουλούδια ένα χρόνο πριν, Ιούλη μήνα, δυο μέρες πριν τη γιορτή του άγιου. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί γνώρισαν τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Στο τραπέζι τους είχαν πάντα ψωμί, στο μπουκάλι τους πάντα ρακί, στα πρόσωπά τους πάντα φως.
Τα βράδια, την ώρα που η Ρηνιώ μπάλωνε τα δίχτυα του, εκείνος της μιλούσε για τα ψάρια της θάλασσας και της έλεγε ιστορίες για κύματα και φουρτούνες. Κι όταν εκείνη τρόμαζε, την έπαιρνε στην αγκαλιά του και της τραγουδούσε. Και τότε τραγουδούσε όλο το σπίτι, όλη η γειτονιά, όλο το νησί…
Με τον καιρό τον αγάπησε κι εκείνη πολύ. Και τον αγάπησε πιότερο εκείνο το πρωί, όταν ένιωσε ότι μέσα της είχε αρχίσει να χτυπά μια δεύτερη καρδιά. Από μικρό κορίτσι είχε για παιχνίδι ν’ ακούει και να μετρά τους χτύπους της καρδιάς της. Σε κάθε χτύπο έκανε κι ένα όνειρο. Και τώρα τα όνειρα γίνονταν ξαφνικά διπλά, και φοβόταν ότι θα τα ξεχνούσε. Πήρε τότε ένα παλιό φουστάνι της μάνας της, άσπρο, εκείνο που το φορούσε κάποτε στο πανηγύρι, κι άρχισε να ράβει πάνω κουδουνάκια. Ένα κουδουνάκι για κάθε όνειρο, για να μην ξεχάσει κανένα.
Πέρασαν σα νερό οι εννιά μήνες. Η Ρηνιώ φούσκωνε, φούσκωνε… «Αγόρι θα ‘ναι στα σίγουρα», της έλεγαν όλοι. Τη μέρα που την έπιασαν οι πόνοι, όλες οι γυναίκες του χωριού μαζεύτηκαν στο σπιτικό της, πρώτη η μαμή.
Ο Νικόλας δεν άντεχε να την ακούει να φωνάζει. Έτρεξε στο λιμάνι, έβαλε στ’ αυτί του ένα κοχύλι, έβλεπε τον ήλιο που έδυε κι έπιασε ένα τραγούδι, ένα από τα πολλά που τραγουδούσε στη Ρηνούλα του όταν τρόμαζε: «Ήθελα να ‘σαι θάλασσα κι εγώ το περιγιάλι, τα κύματά σου να ‘ρχονται στην εδική μου αγκάλη…».
Ώσπου ήρθαν η μάνα και οι δυο αδερφάδες της:«Έλα ν’ αγκαλιάσεις το γιο σου. Με σφιγμένες γροθιές βγήκε απ’ την κοιλιά της Ρηνιώς. Θα λιώνει πέτρες στα χέρια του.»
«Πού να τον ακούσεις, κλαίει και νομίζεις πως τραγουδά. Αχ, τραγούδια που θα του μάθεις…» Η τρίτη αδερφή δε μίλησε, μοναχά έκλαιγε. «Από τη χαρά της», σκέφτηκαν όλοι.
Έτρεξε ο Νικόλας αγκάλιασε πρώτα τη Ρηνούλα του. Έπειτα πήρε στα χέρια τον γιο του, που ‘χε αποκοιμηθεί, κι ένιωσε ότι πήρε στα χέρια του ολάκερο τον κόσμο. Μάτι δεν έκλεισε εκείνη τη νύχτα. Στεκόταν στο πλάι της μάνας και του μωρού και τους σκέπαζε με φιλιά. Μόλις χάραξε η μέρα, έφτασε η μάνα της Ρηνιώς μ’ ένα ταψί φρέσκο παστέλι. Κι όποιος περνούσε απ’ το κατώφλι τους, γλυκαινόταν από το μέλι και τη χαρά τους.
Το μωρό το είπαν Μάνθο. Ο Μάνθος έμαθε να περπατά, να μιλά. Πήγε στο σχολειό• από το δάσκαλο έμαθε γράμματα κι αριθμούς από τον πατέρα του μυστικά της θάλασσας και τραγούδια. Μεγάλωσε, θέριεψε. Για σπουδές, ούτε λόγος. Δεν τ’ άφηνε το νησί. Κι όλο το νησί μιλούσε για τη δύναμή του. Έπιαναν τα χέρια του• αμούστακο παιδί ακόμα, άρχισε να οργώνει με τα δικά του δίχτυα τη θάλασσα.
Ο Μάνθος δε μιλούσε πολύ, δε γελούσε πολύ, δε θύμωνε πολύ. Όλοι τον αγαπούσαν για το καθαρό βλέμμα και την αντροσύνη του. Τα βράδια πήγαινε στο καφενείο με την παρέα, έπινε και τραγουδούσε. «Όλα τα ‘χουμε εδώ, τίποτα δε μας λείπει. Πού αλλού θα βρούμε ουρανό σαν και τούτον…», έλεγε. Ήθελε να τον φτάσει τον ουρανό κι ανέβαινε, ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, κι έκανε ταξίδια με το νου.
Η κακιά η ώρα ήρθε εκείνο το βαρύ χειμώνα. Ο Μάνθος –τα ‘χε πατήσει τα είκοσι- ξύπνησε μια νύχτα λουσμένος στον ιδρώτα. Ψηνόταν στον πυρετό. Πήγε να σηκωθεί, να ρίξει λίγο νερό πάνω του μήπως και δροσιστεί. Μα δε μπορούσε να σαλέψει. Τα πόδια του τα ‘νιωθε πέτρινα. Πείσμωσε, προσπάθησε ξανά. Τίποτα. Φώναξε τη μάνα του. Η Ρηνιώ φώναξε το γιατρό. Ο γιατρός ρώτησε το γιατρό του απέναντι νησιού. Εκείνος τηλεφώνησε στην Αθήνα. Έβαλαν το Μάνθο στο πρώτο καράβι για Πειραιά. Είκοσι ώρες φουρτούνα, στη θάλασσα και την ψυχή. Μαζί πήγε ο πατέρας του. Η Ρηνιώ θα τους περίμενε να γυρίσουν, όρθιοι κι οι δυο.
Γύρισαν, δυο βδομάδες μετά. Ο Νικόλας τόσο σκυφτός, που θαρρούσες πως περπατούσε στα τέσσερα. Ο Μάνθος σε καροτσάκι στα τέσσερα κι αυτός. Τι να εξηγήσουν, τ’ ανεξήγητα; Ο ψηλός πυρετός, είπαν οι γιατροί. Ο Μάνθος δεν θα περπατούσε ξανά. Θα μάθαινε όμως να ζει έτσι, αρκεί να είχε θέληση. Σχεδόν φυσιολογικά. Έτσι είπαν οι γραμματιζούμενοι. Λίγους μήνες μετά, η Ρηνιώ πέθανε. Τη βρήκαν ένα πρωί στο κρεβάτι της. Στον ύπνο της είχε ξεψυχήσει. Ήταν ακόμα όμορφη.
Ο Νικόλας στάθηκε στο πλάι του γιου του. Δεν πέρασε καιρός πολύς, κι η Ρηνιώ τον πήρε κοντά της, για να της τραγουδά και να μην τρομάζει εκεί πάνω που ήταν.
Τον πρώτο καιρό, ο Μάνθος έμενε κλεισμένος στο σπίτι. Δε μιλούσε σε κανέναν. Τον πρόσεχε η θεια του, εκείνη που έκλαιγε ασταμάτητα τη μέρα που είχε γεννηθεί.
Σα να ‘ξερε… Μονάχα εκείνη ήθελε κοντά του, γιατί μονάχα κοντά της δεν ένιωθε ντροπή. «Έλα, καμάρι μου, πες μου ένα τραγούδι, εμένα που άλλον από σένα δεν έχω στον κόσμο…» Ο Μάνθος της τραγούδαγε, μέχρι που η φωνή πνιγόταν. Και τότε έσφιγγε τις γροθιές κι έμενε ξανά αμίλητος.
Ένα πρωί που ‘ταν μονάχος, σύρθηκε έξω από το σπίτι. Κοίταξε για λίγο τον ουρανό, για λίγο τη θάλασσα, έπειτα το χώμα. Εκείνη η μεγάλη πέτρα, σα να μην την είχε προσέξει τόσα χρόνια κι όμως, εκεί είχαν ξαποστάσει τόσοι και τόσοι, εκεί άνθιζε και πέθαινε κάθε χρόνο το ίδιο λουλούδι. Τόσα χρόνια, κι η πέτρα πάντα εκεί. Σύρθηκε κι άλλο κι έφτασε κοντά της. Ήταν τόσο λεία, γυάλιζε κάτω απ’ τον ήλιο. Εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπο του Μάνθου σα να φωτίστηκε. Σύρθηκε ξανά μέσα, πήρε το καλέμι, βγήκε ξανά έξω, κι άρχισε να λαξεύει την πέτρα. Δεν είχε ιδέα τι θα έφτιαχνε. Πέρασε ώρα πολύ. Ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο πρόσωπό του, μα δεν τον ένοιαζε. Λάξευε, λάξευε, ώσπου πάνω στην πέτρα σχηματίστηκε μια γυναικεία μορφή. Έμοιαζε να χορεύει. Το φουστάνι της, αέρινο, θύμιζε το καλό της Ρηνιώς, εκείνο με τα κουδουνάκια, που ‘ταν ακόμα φυλαγμένο στο μπαούλο της. Τα χέρια της, πιο μακριά από το κανονικό, ήταν στραμμένα στον ουρανό. Τα μαλλιά της άγγιζαν το χώμα. Χορεύτρια, νεράιδα ή μάγισσα; Μόλις άφησε το καλέμι, ο Μάνθος την κοίταξε, τον πήραν τα κλάματα, έπειτα άρχισε να τραγουδά, σε μια γλώσσα που κανείς δεν είχε ματακούσει.
Από τότε δεν ξαναμίλησε ποτέ. Άλλοι, οι παλιότεροι, λένε ότι η κοπέλα που χάραξε στην πέτρα ήταν νεράιδα, ζωντάνεψε και του πήρε τη μιλιά. Άλλοι ότι του σάλεψε. Άλλοι πάλι ότι απλώς δεν θέλησε να ξαναμιλήσει. Από το χάραμα ως το νύχτωμα λάξευε πέτρες. Κι όταν τέλειωσαν αυτές που ‘χε κοντά του, άρχισαν να του φέρνουν άλλες, μαζί μ’ ένα πιάτο φαΐ. Ο Μάνθος χαμογελούσε σ’ όλους, μονάχα για λίγο όμως έπειτα έπιανε ξανά το καλέμι και ζωντάνευε κι άλλες μορφές. Χορεύτριες, νεράιδες, μάγισσες; Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ανάσανε τελευταία φορά πάνω σε μια πέτρα, με τις γροθιές σφιγμένες, όπως τη μέρα που γεννήθηκε. Είχε μόλις χαράξει μια κοπέλα, που φάνηκε σ’ όλους πιο όμορφη, πιο πλανεύτρα απ’ όλες τις άλλες.
Εκείνο το νησί ήταν η Αμοργός. Εκείνος ο τόπος, ο Ασφοντυλίτης. Εκεί υπάρχουν ακόμα όλες οι πέτρες που χάραξε ο Μάνθος. Στέκονται ασάλευτες, σαν σ’ ένα μουσείο αλλιώτικο από κάθε άλλο.
Τις βλέπουν όμως μονάχα οι ερωτευμένοι, οι ονειροπαρμένοι και οι αλαφροΐσκιωτοι”.
Οι πέτρες κρύβουν τα συναισθήματα μας:
Κάθε πέτρα κρύβει και μια ιστορία, άλλες πέτρες είναι στρογγυλές, γυαλιστερές και λαμπυρίζουν τον ήλιο καθώς τις χτυπά το κύμα. Απλώνεις το χέρι να τις πιάσεις και ξεγλιστρούν και ξεφεύγουν. Άλλες πέτρες είναι γκρίζες, μουντές και βυθίζονται στην άμμο σα να θέλουν να κρύψουν τη θλίψη τους. Υπάρχουν όμως και πέτρες πολύχρωμες, που αναβλύζουν χαρά και θέλεις να τις κρατήσεις σαν θησαυρό, σαν μια όμορφη ανάμνηση καλοκαιριού. Το καλοκαίρι μπορεί να τελείωσε όμως οι αναμνήσεις μας μπορούν να φυλαχθούν σε ένα κουτί συναισθημάτων. Κάθε πέτρα έχει και μια ιστορία να μας διηγηθεί. Η πέτρα μπορεί ν’ αποτελέσει αφορμή για να αφηγηθούμε μια ιστορία μαζί με τα παιδιά και ν’ αφουγκραστούμε τους φόβους τους, τις ανησυχίες τους, τις λύπες και τις χαρές τους. Είναι σημαντικό να μάθουμε ν’ ακούμε τις ιστορίες των παιδιών. Η ιστορία ξετυλίγεται σαν ένα βότσαλο που βρήκε κάποιος στην άμμο. Πως βρέθηκε εκεί; Σε ποιον ανήκει; Ποιος άνεμος φύσηξε και έχασε το δρόμο της; ξεκινά ένα ταξίδι περιπέτειας και ποιους θα συναντήσει; Αφήστε τα παιδιά να εκφραστούν με λόγο ή χωρίς λόγο, με κίνηση, με ζωγραφική, με χορό. Οι πέτρες μπορούν να αποκτήσουν ζωντανή οντότητα με ζωγραφική και να εκφράσουν τα συναισθήματα μας χαρά, λύπη, θυμό, απογοήτευση, αγάπη, ευτυχία κ.α