Μαρκιανή Αμοργού
Ο προϊστορικός οικισμός της Μαρκιανής βρίσκεται πάνω σε ένα μικρό λόφο ύψους 265 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στην περιοχή Νοτινά (στη νότια πλευρά του νησιού), κοντά στο δημόσιο δρόμο που ενώνει τη Χώρα με την Κάτω Μεριά.
Ο οικισμός ανακαλύφθηκε το 1985 από την καθηγήτρια Λ. Μαραγκού στα πλαίσια της συστηματικής έρευνας και καταγραφής των αρχαίων θέσεων της Αμοργού. Ίχνη κατοίκησης υπάρχουν, εκτός από την Πρωτοκυκλαδική εποχή, και για την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο.
Από την έρευνα φαίνεται ότι η πρωτοκυκλαδική κατοίκηση στη Μαρκιανή διήρκεσε περίπου δέκα αιώνες και μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις φάσεις:
Φάση Ι.
Σύγχρονη με τον πολιτισμό Γρόττας-Πηλού (Πρωτοκυκλαδική Ι). Διήρκεσε περίπου δύο αιώνες από το 3200 έως το 3000 π.Χ. Κατά την φάση αυτή πρέπει να κατασκευάστηκε ένα οχυρωματικό τείχος στη βόρεια πλευρά του οικισμού, με περισσότερο πιθανή μια ημερομηνία γύρω στο 3100 π.Χ.
Φάση ΙΙ.
Σύγχρονη με την «Ομάδα Κάμπου» η οποία θεωρείται μεταβατική μεταξύ των πολιτισμών Γρόττας-Πηλού και Κέρου-Σύρου (Πρωτοκυκλαδική Ι/ΙΙ). Διήρκεσε περίπου δύο αιώνες από το 3000 έως το 2800 π.Χ.
Φάση ΙΙΙ.
Διήρκεσε περίπου 3 1/2 αιώνες από το 2800 έως το 2450 π.Χ. Την περίοδο αυτή κατασκευάστηκε ένας προμαχώνας στο βόρειο οχυρωματικό τείχος.
Φάση IV.
Παρουσιάζει συγγένειες με την «Ομάδα Καστριού (Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ). Διήρκεσε περίπου 2 1/2 αιώνες από το 2450 έως το 2200 π.Χ.
Κατά τη φάση Ι και ΙΙ ο οικισμός περιορίζεται στην κορυφή του λόφου και στη γύρω κοντινή περιοχή, ενώ στις επόμενες δύο φάσεις (III και IV) αυξάνει σημαντικά σε έκταση με μάλλον διακεκομμένη παρά συνεχή χρήση του χώρου. Οι ερευνητές υπολογίζουν, κατά προσέγγιση, ένα αριθμό 12-15 νοικοκυριών για τις φάσεις ΙΙΙ και IV, που αντιστοιχεί σε 65-70 άτομα περίπου. Αυτοί οι αριθμοί θα πρέπει να μειωθούν αρκετά για τις δύο προηγούμενες φάσεις.
Το Τείχος
Το οχυρωτικό τείχος προστατεύει την βόρεια πλευρά του λόφου της Μαρκιανής και έχει αποκαλυφθεί σε μήκος περίπου 70 μ. Το πλάτος του στα ορατά σημεία κυμαίνεται μεταξύ 1,10 και 1,35 μ. Η πορεία και η μορφή του τείχους είναι ευδιάκριτες στο καλύτερα σωζόμενο δυτικό τμήμα, δηλαδή από τον «Βόρειο Προμαχώνα» έως τον «Βορειοδυτικό Προμαχώνα».
Στην βόρεια, εξωτερική όψη του τείχους διακρίνεται η θεμελίωση στον φυσικό βράχο, τμήματα του οποίου έχουν ενσωματωθεί σε αυτό.
Οι δύο προμαχώνες Βόρειος και Βορειοδυτικός, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Το σωζόμενο ύψος του βόρειου είναι 1,10 μ. και οι διαστάσεις του εσωτερικού χώρου είναι 2,45 Χ 1,25 μ. Οι τοίχοι του βόρειου προμαχώνα έχουν πάχος που κυμαίνεται από 1,15 έως 2,05 μ. Ο τρόπος εμπλοκής των λίθων του νότιου τοίχου του προμαχώνα με το οχυρωτικό τείχος δείχνει ότι πρόκειται για σύγχρονες κατασκευές και ότι ο Βόρειος Προμαχών δεν φαίνεται να αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
Ο Βορειοδυτικός Προμαχών βρίσκεται περίπου 19,30 μ. δυτικά του Βορείου και διατηρείται σε ύψος 1,20 μ.
Οι προμαχώνες της οχύρωσης του λόφου της Μαρκιανής με τη σχεδόν πεταλόσχημη μορφή τους, δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους αντίστοιχους στις λίγες γνωστές οχυρωμένες θέσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο (Καστρί Σύρου, Πάνορμο Νάξου, Λέρνα Αργολίδας, Παλαμάρι Σκύρου).
Βόρεια του Βόρειου Προμαχώνος και σε απόσταση 1,18 μ. από αυτό βρίσκεται ένα προτείχισμα. Το ακριβές μήκος του και η μορφή δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν χωρίς επιπλέον έρευνες.
Οι ενδείξεις για την χρονολόγηση του οχυρωτικού τείχους είναι δεσμευτικές για την πρώιμη χρονολόγηση της κατασκευής στην φάση Μαρκιανή Ι (Πρωτοκυκλαδική Ι), αντιθέτως δηλαδή με την επικρατέστερη άποψη περί της όψιμης παρουσίας τεχνητών οχυρώσεων στον χώρο του Αιγαίου, και ιδιαίτερα κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο. Η ανεύρεση, εντός του Βόρειου Προμαχώνα, κεραμικής χρονολογούμενης στη φάση Μαρκιανή ΙΙΙ, θεωρήθηκε ότι αποτελεί κριτήριο για την χρονολόγηση της κατασκευής του προμαχώνα την περίοδο αυτή. Ωστόσο, ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες, καθώς και άλλες παρατηρήσεις, επιτρέπουν την διατύπωση της υπόθεσης για την κατασκευή του οχυρωτικού τείχους με τους προμαχώνες συγχρόνως με την ίδρυση του οικισμού.
Οικοδομικά λείψανα
Στο άνδηρο της κορυφής τα ορατά οικοδομικά λείψανα είναι λίγα και αλλοιωμένα. Ελάχιστα πολύ φθαρμένα λείψανα μια πιθανώς σημαντικής κατασκευής αποκαλύφθηκαν στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανδήρου της κορυφής.
Το άνδηρο 1 είναι προσπελάσιμο από το άνδηρο της κορυφής, όπως και στην αρχαιότητα, με μερικές βαθμίδες άλλες λαξευμένες στο βράχο και άλλες κατασκευασμένες. Από την ανασκαφή αποκαλύφθηκε μέρος οικοδομικού συγκροτήματος αποτελούμενο από τρεις τουλάχιστον ορθογώνιους χώρους, έναν μικρό διάδρομο με σχιστόπλακες, έναν καλοχτισμένο αγωγό, μια κτιστή καμπυλόγραμμη κατασκευή και δύο πιθανότατα υπαίθριους χώρους.
Η κτιστή καμπυλόγραμμη κατασκευή πρέπει αρχικά να στήριζε ένα υπερυψωμένο κτίσμα, που έφτανε έως το άνδηρο της κορυφής και ασφαλώς συνδέεται με την εν μέρει λαξευμένη στον φυσικό βράχο σπηλαιώδη ρωγμή η οποία πιθανότατα χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος, αφού περιείχε αγγεία και άλλα αντικείμενα, κυρίως σφονδύλια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποκαλυφθέντα τμήματα υδροσυλλεκτήριου αγωγού ο οποίος ξεκινά από την βόρεια πλευρά του ανδήρου 1 και είναι εν μέρει λαξευμένος στον φυσικό βράχο, καταλαμβάνει όλο σχεδόν το πλάτος του ανδήρου από βορρά προς νότο, ενώ διακλαδίζεται εντός του οικοδομημένου χώρου και ασφαλώς συνεχίζεται προς νότο στα χαμηλότερα άνδηρα. Η μορφή και η θέση του δείχνουν ότι παροχέτευε τα όμβρια ύδατα που προέρχονταν από τις στέγες των κατοικιών και τους υπαίθριους χώρους, τις αυλές και τους δρόμους.
Κεραμική
Η κεραμική της φάσης Ι περιλαμβάνει σχήματα τα οποία ουσιαστικά δεν διαφέρουν από αυτά της φάσης Γρόττας-Πηλού (Πρωτοκυκλαδική Ι). Τα κύρια σχήματα είναι οι βαθιές φιάλες, κλειστές ευρύστομες στάμνους.
Η κεραμική της φάσης ΙΙ εμφανίζει μια αξιοσημείωτη συνέχεια με αυτήν της προηγούμενης φάσης με την διαφορά ότι παρουσιάζονται για πρώτη φορά μερικά σχήματα τα οποία είναι δυνατόν να συσχετισθούν με αυτά της «Ομάδας Κάμπου». Ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγονται πώματα ή τηγανόσχημα σκεύη, μικύλλο σφαιρικό αγγείο, βαθιές σφαιρικές πυξίδες, κρατηρίσκοι με στέλεχος και κλειστά ευρύστομα αγγεία με υψηλό λαιμό. Υπάρχουν επίσης κωνικά κύπελλα, φιάλες, εστίες ή τηγανοειδή ρηχά σκεύη, πήλινα κοχλιάρια και φορητές καπελλόσχημες εστίες.
Η κεραμική της φάσης ΙΙΙ αντιπροσωπεύεται από μια σειρά φιαλών, μικύλλα κωνικά κύπελλα, εστίες ή τηγανοειδή σκεύη, βαθιά ανοικτά άωτα αγγεία, στάμνους, κρατηρίσκους, πρόχους, τα οποία χρονολογικά εντάσσονται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο.
Η κεραμική της φάσης ΙΙΙ εισάγει νέα χαρακτηριστικά σχήματα: Μόνωτο κύπελλα, ένα δέπας αμφικύπελλον. Επίσης περιλαμβάνει βαθιές φιάλες, χύτρες, λεκάνες, κωνικά κύπελλα, εστίες ή τηγανοειδή, προχυτικά σκεύη (κύμβες), βαθιά ευρύστομα αγγεία, στάμνους, πίθους, πρόχους και σφαιρικές πυξίδες. Αξιοσημείωτη αυτήν την περίοδο είναι η παρουσία εγχάρακτων διακοσμητικών στοιχείων. Τα σχήματα αυτά συσχετίζονται με την «Ομάδα Καστριού» (Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο).
Άλλα ευρήματα
Η πρώτη ύλη για την κατασκευή απολεπισμένων εργαλείων ήταν σχεδόν αποκλειστικά ο οψιδιανός. Η εργαλειοτεχνία ήταν κυρίως προσανατολισμένη στην κατασκευή λεπίδων.
Στα αντικείμενα από επιμελώς λειασμένο λίθο συγκαταλέγονται πελέκεις δακτύλιοι και ψήφοι, θραύσματα μαρμάρινων αγγείων και τριπτήρες. Στα χονδροειδή λίθινα αγγεία συμπεριλαμβάνονται μεγάλοι τριπτήρες, ιγδία, σφύρες, στροφείς για την υποδοχή ξύλινων στηριγμάτων θύρας, λίθινα βάρη, λίθινα πώματα.
Σημαντικά είναι τα διάφορα αποτυπώματα σε αρκετές βάσεις αλλά και σε σώματα αγγείων. Αναγνωρίστηκαν αποτυπώματα φύλλων αμπέλου, ψάθας και υφάσματος. Επίσης βρέθηκαν πολυάριθμα σφονδύλια και διάτρητα αποστρογγυλευμένα όστρακα.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει ένα μοναδικό εύρημα, ένα πήλινο νηόσχημο αντικείμενο που θυμίζει τα ομοιώματα πλοίων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από το Αιγαίο, διαφέρει όμως στη μορφή από τα μακριά πλοία τα οποία απεικονίζονται στα τηγανόσχημα σκεύη από την Σύρο και τα τυπολογικά συγγενή μολύβδινα ομοιώματα πλοίων.
Τα μεταλλικά αντικείμενα που βρέθηκαν αποτελούν μεγάλο αριθμό σε σχέση με τη μικρή έκταση του οικισμού που ερευνήθηκε. Από μόλυβδο είναι ένα περίαπτο, δύο σύνδεσμοι για την επισκευή πήλινων αγγείων και δύο αντικείμενα άγνωστης χρήσης. Οι μολύβδινοι σύνδεσμοι αποδεικνύουν ότι ο μόλυβδος μεταποιούταν στον οικισμό. Στα μπρούτζινα ή χάλκινα αντικείμενα συγκαταλέγονται ένα προσωπικό αντικείμενο, μία περόνη, διάφορα αντικείμενα οικιακής χρήσεως και λεπιδόμορφα ελάσματα. Η χημική ανάλυση απέδειξε τη χρήση χαλκού και μίγματος χαλκού εμπλουτισμένο με αρσενικό καθώς και μπρούντζου.
Το σημαντικότερο μεταλλικό αντικείμενο από τη Μαρκιανή είναι η μοναδική μολύβδινη σφραγίδα που βρέθηκε. Είναι δισκόμορφη και στη μία πλευρά φέρει μία ημικυκλική θηλιά για ανάρτηση. Το διακοσμητικό θέμα αποτελείται από σταυρόσχημο κόσμημα με ενάλληλες ορθές γωνίες. Η χρήση μολύβδου για την κατασκευή σφραγίδας απαντάται στις Κυκλάδες μόνον στο νεκροταφείο Απλωμάτων Νάξου. Ειδεολογικά συγγενή είναι και τα τρία πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν καθώς και ένα όστρακο με εμπίεστο κόσμημα προερχόμενο από σφραγίδα πριν από την όπτηση.
Οργανικά κατάλοιπα
Από τα οστά που βρέθηκαν ένα ποσοστό 87% αποτελούνται από αιγοπρόβατα και πιθανότατα οι αίγες είναι πολυπληθέστερες των προβάτων, 12% χοίροι και 0,6% βοοειδή. Διατυπώνεται η υπόθεση ότι η οικονομία πιθανότατα είχε ήδη προσανατολισθεί στην εκτροφή ζώων για την παραγωγή μαλλιού. Ο μέσος όρος ηλικίας των αιγοπροβάτων υποδηλώνει ότι τα εξέτρεφαν για να προσπορίζονται μαλλί.
Οι απανθρακωμένοι σπόροι είναι λίγοι και μεταξύ αυτών απαντώνται η ελιά, ο πικρός βίκος και ο μικρός αρακάς. Επίσης βρέθηκε και ένα αποτύπωμα σπόρου κριθαριού.
Η έκδοση «Μαρκιανή Αμοργού» (αριθ. 20) εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα από την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Ο τόμος είναι μεγάλου σχήματος, δεμένος και περιλαμβάνει 312 σελίδες, με πολλά σχέδια και φωτογραφίες. Πρόκειται για μία πολυτελή αλλά καθαρά επιστημονική έκδοση.
Σημείωση: Συμμετοχή στην ανακάλυψη του οικισμού είχε και ο κος Γεώργιος Π. Αντωνίου Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π. τον Σεπτέμβριο 1999 με την μελέτη τεκμηρίωσης του βόρειου τείχους της πρωτοκυκλαδικής θέσης Μαρκιανής νήσου Αμοργού. (ίδρυμα Σ. Νιάρχου) και την συνεργασία με την ανασκαφική ομάδα της καθηγήτριας του τομέα Αρχαιολογίας του Παν. Ιωαννίνων κα. Λ. Μαραγκού από το 1994 και έκτοτε. ( Μινώα Μαρκιανή και Πύργος Αγ. Τριάδος )