Skip to main content

Η Ιστορία της Αμοργού

Η Αμοργός είναι το ανατολικότερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται ΝΑ της Νάξου και ΒΔ της Αστυπάλαιας. Συνδέεται ακτοπλοϊκώς με τον Πειραιά και τη Ραφήνα, αλλά και με τα γειτονικά νησιά των Κυκλάδων και τα Δωδεκάνησα. Το σχήμα της είναι μακρόστενο και το έδαφός της διατρέχεται από διαδοχικούς ορεινούς όγκους, με ψηλότερη κορυφή τον Κρίκελλο ή Κρούκελο (822 μ.), που ήταν κατάφυτος από βελανιδιές και πλούσια βλάστηση ως τη μεγάλη πυρκαγιά του 1835, ενώ οι ακτές της είναι ελάχιστα διαμελισμένες, αλλά ιδιαιτέρως απότομες και απόκρημνες. Η δυτική ακτή διαθέτει ελάχιστους υπήνεμους ορμίσκους, όπως τα σύγχρονα λιμάνια Κατάπολα και Αιγιάλη, και μερικές ήσυχες παραλίες (Φοίνικες, Κάτω Κάμπος, Αγ. Παύλος, Παραδείσια), σε αντίθεση με την ανατολική, της οποίας το ανάγλυφο είναι εξαιρετικά απόκρημνο. Το υπέδαφος δεν προσφέρει κάτι εξαιρετικό, εκτός από κάποιες φλεβώσεις βωξίτη. Μέρη του νησιού έχουν ενταχθεί στο κοινοτικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών «NATURA 2000″. Το ΒΑ τμήμα έχει χαρακτηριστεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) και το Β τμήμα Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ). Τέλος, η Αμοργός αποτελεί μια από τις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας.

Προϊστορικοί χρόνοι και Αρχαιότητα

Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) η Αμοργός αναδεικνύεται ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Αιγαίου. Τούτο μαρτυρούν οι οχυρωμένες ακροπόλεις (πάνω από 12) με κυριότερη τη Μαρκιανή σε κορυφές λόφων και σε ακρωτήρια, τα νεκροταφεία (Δωκαθίσματα, Κάψαλα), η ανάπτυξη της μαρμαρογλυπτικής και ειδωλοπλαστικής με τα πρώτα παραδείγματα μνημειακών γλυπτών και την καθιέρωση εργαστηρίων ειδωλίων, και η διάδοση της μεταλλοτεχνίας και της ναυσιπλοΐας. Η κομβική θέση της μεταξύ των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων μετέτρεψε την Αμοργό σε έναν από τους κινητήριους μοχλούς της επικράτησης του πολιτισμού της επεξεργασίας του χαλκού στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο. Η άνοδος του μινωικού πολιτισμού επηρεάζει την Αμοργό κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο (2000-1600 π.Χ.), μετατρέποντάς την σε εμπορικό σταθμό στα πλαίσια της μινωικής θαλασσοκρατίας (1600-1450 π.Χ.). Η ίδρυση της Μινώας φαίνεται ότι χρονολογείται σε εκείνα τα χρόνια και σχετίζεται με το μύθο της ταύτισής της με το μέρος όπου επέλεξε να ανεγερθούν τα θερινά ανάκτορά του ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας. Κατά την περίοδο της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού (1400-1200 π.Χ.) διεισδύουν στην Αμοργό πληθυσμοί από την Ηπειρωτική Ελλάδα και την εντάσσουν στη Μυκηναϊκή κοινή, αξιοποιώντας την κεντρική θέση του νησιού στις επικοινωνίες του Αιγαίου.

Η Γεωμετρική περίοδος (10ος-8ος αι. π.Χ.) σημαδεύεται από την έλευση Ιώνων αποίκων από τη Νάξο, οι οποίοι ιδρύουν την Αρκεσίνη στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Στη συνέχεια, τον 7ο αι π.Χ., Ίωνες από τη Μίλητο, στο πλαίσιο των αποικιστικών δραστηριοτήτων της εποχής, ιδρύουν την Αιγιάλη, στα βόρεια της δυτικής ακτής. Οι δύο αυτές πόλεις μαζί με τη Μινώα αποτελούν το επίκεντρο της πολιτιστικής ανάπτυξης του νησιού σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων. Συγκροτούν την Κοινοπολιτεία της Τριπόλεως, αναπτύσσονται σε πόλεις-κράτη σύμφωνα με τα πρότυπα της πολιτικής διοίκησης της εποχής και παρουσιάζουν ακμάζουσα δραστηριότητα. Το νησί γίνεται κοινωνός όλων των εξελίξεων της εποχής και συμμετέχει σε όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, εκμεταλλευόμενο την καθοριστική γεωγραφική του θέση ανάμεσα στον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Παίρνει μέρος στους Περσικούς πολέμους και κατόπιν εντάσσεται στην Αθηναϊκή Συμμαχία, παραχωρώντας στην Αθήνα μέρος της αυτονομίας του. Το 337 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Μακεδόνες, ενώ το 322 π.Χ. διεξάγεται η ναυμαχία της Αμοργού μεταξύ των μακεδονικών στρατευμάτων και των στρατηγών της Αθήνας, οι οποίοι τελικά συντρίβονται. Η επιλογή της Αμοργού αποδεικνύει τη στρατηγική θέση της για την κυριαρχία στην υπόλοιπη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο το νησί βρίσκεται σε παρακμή και χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας. Ας προστεθεί εδώ ότι το νησί κατά την Αρχαιότητα αποτελούσε κέντρο παραγωγής γυναικείων χιτώνων από νήμα λινοκαλάμης, που καλλιεργούνταν στο νησί και αποκαλούνταν Άμοργος.

Βυζαντινή περίοδος και Νεότεροι χρόνοι

Για τα Βυζαντινά χρόνια δεν έχουμε πολλές πληροφορίες, εκτός από το ότι το νησί ανήκε στο θέμα του Αιγαίου. Η μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, επιβλητική και χτισμένη στην απόκρημνη πλαγιά του όρους Προφήτης Ηλίας τον 11ο αιώνα, αποτελεί το πιο σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου και έναν από τους ομορφότερους χώρους της Αμοργού. Η επόμενη περίοδος θεωρείται αρκετά ταραγμένη, καθώς η Αμοργός αποτελεί επίκεντρο μακροχρόνιων και διαδοχικών πειρατικών δραστηριοτήτων, με συνέπεια την ερήμωση των παράκτιων οικισμών και τη μεταφορά του πληθυσμού σε οικισμούς-φρούρια του εσωτερικού. Το 1309 προσχωρεί στο λατινικό δουκάτο του Αιγαίου και έτσι εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος διεκδικήσεων μεταξύ των Βενετών ευγενών αρχικά, και μεταξύ Καταλανών και Οθωμανών στη συνέχεια ως το 1537, οπότε ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα καταλαμβάνει το νησί. Η οθωμανική κατάκτηση θέτει τέλος στη μακρά περίοδο αστάθειας· χάρη στα οικονομικά και πολιτικά προνόμια που παραχωρήθηκαν από το σουλτάνο η Αμοργός μετατρέπεται σε αναπτυγμένο λιμάνι του αιγαιακού χώρου. Συμμετέχει ενεργά στην Επανάσταση του 1821 με τη ναυτική της δύναμη, ενώ μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια, στο πλαίσιο του προγράμματος οργάνωσης και αναβάθμισης της Παιδείας, στο νησί ιδρύεται αλληλοδιδακτικό σχολείο. Κατά το 19ο αιώνα η μετανάστευση πολλών κατοίκων της Αμοργού στην Αθήνα, όπου συμβάλλουν στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, έχει αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του νησιού. Έτσι, επί δικτατορίας Μεταξά (δεκαετία 1930) το νησί αποτελεί ιδανικό τόπο εξορίας. Στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα, η Αμοργός εντάσσεται αρχικά (1941) στην ιταλική διοίκηση, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (1943) το νησί γνωρίζει τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή του το 1944.Μινώα

Η Μινώα, αποικία των Σαμίων, είναι μία από τις τρεις αρχαίες πόλεις της Αμοργού. Βρίσκεται στη νότια κλιτύ του όρους Μουντουλιά, πάνω από τα Κατάπολα, και ταυτίστηκε το 1837 από το Βαυαρό ελληνιστή Λουδοβίκο Ρος. Η πρωιμότερη κατοίκηση του χώρου χρονολογείται στα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ η κατοίκηση είναι συνεχής από το 10ο αι. π.Χ. ως τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., οπότε εγκαταλείπεται ο οικισμός. Κτηριακά κατάλοιπα έχουμε από τη Γεωμετρική εποχή, κατά την οποία τειχίζεται ο οικισμός. H Αρχαϊκή και η Κλασική περίοδος αντιπροσωπεύονται μόνο από κινητά ευρήματα. Η Ελληνιστική εποχή είναι περίοδος ακμής κατά την οποία αναδιαρθρώνεται ο οικιστικός ιστός. Σε αυτήν ανήκουν και τα περισσότερα κατάλοιπα. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο το κέντρο της πόλης και το οδικό δίκτυο μετατοπίζονται.

Η πόλη αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, την Κάτω Πόλη και την Ακρόπολη. Στην Κάτω Πόλη τον επισκέπτη υποδέχεται η μνημειακή μαρμάρινη πύλη, που διαθέτει δίφυλλη θύρα και διπλό αποχετευτικό αγωγό. Η πύλη κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και αχρηστεύτηκε στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. Στα ανατολικά της πύλης βρίσκεται ο ταφικός περίβολος. Οι ταφές χρονολογούνται από τα τέλη του 10ου αι. π.Χ. ως τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. Ο περίβολος βρισκόταν εντός των τειχών, κάτι που σημαίνει ότι επρόκειτο πιθανώς για τάφους αριστοκρατικών γενών, ίσως και των πρώτων ιδρυτών. Ένας βαθμιδωτός δρόμος, σκαλισμένος στο φυσικό βράχο, ξεκινά από την πύλη και συνεχίζει προς τα βόρεια. Η αρχική του λάξευση τοποθετείται στο 10ο αι. π.Χ. Ο δρόμος οδηγεί σε έναν περίβολο του 10ου αι. π.Χ. και στο άνδηρο του ναού, δωρικού ρυθμού, ο οποίος ανοικοδομήθηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και διαλύθηκε κατά την Πρώιμη Παλαιοχριστιανική περίοδο. Το λατρευτικό άγαλμα βρέθηκε στο σηκό του ναού.

Στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης αποκαλύφθηκε κεραμικό εργαστήριο, η πρώτη χρήση του οποίου ανάγεται στον 9ο αι. π.Χ. Βρέθηκαν πηγάδι, κλίβανος και φρέατα, όλα λαξευμένα στο βράχο, καθώς και πλήθος αγγείων. Το εργαστήριο εγκαταλείφθηκε τον 1ο αι. μ.Χ.

Στα ανατολικά του ταφικού περίβολου βρίσκεται το Γυμνάσιο, χτισμένο στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Το Γυμνάσιο δεν έχει ανασκαφεί αλλά σώζεται πολύ καλά το αποχωρητήριό του, μια επιμελημένη κατασκευή με πολύχρωμα κονιάματα στους τοίχους. Στα δυτικά του Γυμνασίου και σε υψηλότερο επίπεδο βρίσκεται η καμαροσκεπής Ρωμαϊκή Δεξαμενή, η οποία ανήκει πιθανώς στο 2ο αι. μ.Χ. Τα οικοδομήματα στα βόρεια του Γυμνασίου ταυτίζονται με διοικητικά και λατρευτικά κτήρια, αλλά η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί στον τομέα αυτό.

Η γεωμετρική οχύρωση της πόλης είναι ορατή σε πολλά σημεία, παρά τις οικοδομικές μετατροπές των Πρώιμων Ελληνιστικών χρόνων. Το Γυμνάσιο προσκολλήθηκε στο τείχος, ενώ στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου το τείχος είναι ορατό σε μήκος 680 μ. και περιλαμβάνει τέσσερις προμαχώνες. Σώζεται ακόμη ένας διώροφος τριγωνικός πύργος, ύψους 3,35 μ. Κοντά του βρίσκεται η λεγόμενη Δυτική Πύλη.

Η Ακρόπολη της Μινώας περιλαμβάνει το γεωμετρικό τείχος, τον οικισμό και το ιερό. Στο βορειοανατολικό τμήμα του τείχους σώζονται μια πυλίδα και ένας προμαχώνας ύψους 2,40 μ., ενώ ένας δεύτερος προμαχώνας διατηρείται στα νοτιοανατολικά. Ο οικισμός βρίσκεται στα άνδηρα της νότιας και νοτιοδυτικής κλιτύος της Ακρόπολης και αποτελείται από ορθογώνια κτίσματα λαξευμένα στο βράχο. Η κατοίκηση ήταν συνεχής από τον 8ο αι. π.Χ. ως το 2ο αι. μ.Χ. Το ιερό της Ακρόπολης θεμελιώθηκε τον 8ο αι. π.Χ. και λειτούργησε αδιάκοπα ως τον 4ο αι. μ.Χ. Αποτελείται από ναόσχημο κτήριο και περίβολο. Άγνωστη είναι η θεότητα που λατρευόταν στο ιερό ως τον 6οαι. π.Χ. , το οποίο στη συνέχεια αφιερώθηκε στο Διόνυσο. Στην Ελληνιστική εποχή ο Διόνυσος εξομοιώθηκε με τον αιγυπτιακής προέλευσης θεό Σάραπι, ο οποίος και λατρεύεται τότε στο ιερό.

Πύργος Αγίας Τριάδας

Ο πύργος Αγίας Τριάδας (ή πύργος του Βασίλη) είναι το καλύτερα διατηρημένο αρχαίο μνημείο της Αμοργού, καθώς και ο καλύτερα σωζόμενος πύργος αυτού του τύπου στις Κυκλάδες. Βρίσκεται στην περιφέρεια της Αρκεσίνης, κοντά στον οικισμό «στο Χωριό», και είναι χτισμένος σε χαμηλό ύψωμα. Πρόκειται για μια οχυρωμένη οικία που αποτελείται από έναν ορθογώνιο πύργο (σωζόμενο ύψος 5,60 μ.) και μια αυλή διαστάσεων 25,31 × 11,40 μ. Το μνημείο, γνωστό ήδη από το 19ο αιώνα χάρη στο Βαυαρό ελληνιστή Λουδοβίκο Ρος, δεν έχει ανασκαφεί. Στην αυλή διαφαίνονται τοίχοι που ορίζουν διάφορα δωμάτια, ενώ από το εσωτερικό του πύργου γνωρίζουμε μόνο την ύπαρξη μιας λίθινης κλίμακας που οδηγούσε στον πρώτο όροφο, καθώς και μερικά τριγωνικά παράθυρα και δύο ερμάρια. Τα κινητά ευρήματα μαρτυρούν ότι ο χώρος στον οποίο βρίσκεται ο πύργος ήταν σε χρήση από την 3η χιλιετία π.Χ. ως τους Νεότερους χρόνους. Ο ίδιος ο πύργος χρονολογείται κατά προσέγγιση στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Στα ανατολικά του βρέθηκαν λείψανα αγροικιών που χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ. ως τον 7ο αι. μ.Χ., καθώς και ένα κτηριακό συγκρότημα των Νεότερων χρόνων, επίσης αγροτικού χαρακτήρα.

Ο αμυντικός χαρακτήρας του μνημείου με την επιμελημένη τοιχοποιία, την ισχυρή κατασκευή και το υπερυψωμένο οικοδόμημα, τον καθαυτό πύργο, είναι προφανής. Λόγω της θέσης του, μπορούσε να ελέγχει την πρόσβαση στην Αρκεσίνη και στο λιμάνι της, καθώς και να επικοινωνεί με άλλους παρόμοιους πύργους μέσω φωτεινών σημάτων. Παράλληλα, πρόσφερε προστασία στις γύρω αγροικίες και λειτουργούσε ως οχυρωμένη οικία, διαθέτοντας χώρους για την αποθήκευση των αγροτικών προϊόντων και των εργαλείων. Άγνωστο παραμένει ποιος έχτισε τον πύργο. Το πιθανότερο είναι ότι οικοδομήθηκε από κάποιον εύπορο κάτοικο της Αρκεσίνης, αφού η οικονομική κατάσταση της ίδιας της πόλης κατά την Ελληνιστική εποχή, όπως προκύπτει από τις επιγραφικές μαρτυρίες, δεν επέτρεπε την ανέγερση τέτοιων κτηρίων.   (Παύλος Καρβώνης)

Ο Πύργος του Γαβρά

Ο ιστορικός πύργος του Γαβρά βρίσκεται στη Χώρα, την πρωτεύουσα της Αμοργού, και παραμένει στο σύνολό του αδημοσίευτος, με εξαίρεση τις σύντομες αναφορές σε αυτόν της αρχαιολόγου Λίλας Μαραγκού. Μαζί με τα παλαιότερα σπίτια του πυρήνα του μεσαιωνικού οικισμού της Χώρας που εντοπίζονται κυρίως στη βόρεια προστατευμένη πλευρά του οικισμού, τα «Βορινά», καθώς επίσης στα νότια και νοτιοανατολικά, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα λείψανα κοσμικής αρχιτεκτονικής της μακρόχρονης περιόδου της Ενετοκρατίας (1207 – 1537) στο νησί της Αμοργού και χρονολογείται πιθανότατα στον πρώιμο 16ο αιώνα.

Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο, στον πρώτο όροφο του οποίου, το «ανώι», κυριαρχεί η ψηλοτάβανη αίθουσα υποδοχής, γνωστή ως «σάλα του Γαβρά», ενώ στο ισόγειο, το «κατώι», είναι συγκεντρωμένοι οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού, καθώς επίσης μία μεγάλη εσωτερική αυλή. Ο Πύργος είναι κτισμένος κοντά στην κεντρική πλατεία της Χώρας, την «Λόζα», σε πολύ κοντινή απόσταση από την Μητρόπολη, και αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου οικοδομικού συγκροτήματος, στο οποίο ανήκε επιπλέον η σημερινή κατοικία στα ανατολικά, καθώς επίσης η παρακείμενη στα βόρεια μονόχωρη εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, που με βάση τις σωζώμενες επιγραφικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ήταν σε χρήση πριν από το 17ο αιώνα. Στο δυτικό τμήμα του συγκροτήματος, ο Πύργος του Γαβρά παραχωρήθηκε το 1963 από την αμοργιανή Σόφη Γιαννακού στο Σύνδεσμό των Αμοργινών προκειμένου να στεγάσει την Αρχαιολογική Συλλογή του νησιού. Ανάμεσα στα έτη 1972 και 1978 το κτίριο ανακατασκευάστηκε με δαπάνη των κατοίκων και πολλών φίλων του νησιού, οι οποίοι συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάσωση της αλλοιωμένης από το χρόνο και τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις αρχιτεκτονικής μορφής του. Σημαντική υπήρξε επίσης η συμβολή του Συνδέσμου των Αμοργιανών, καθώς επίσης του φύλακα αρχαιοτήτων και αρχιμάστορα Μανώλη Δεσποτίδη. Έτσι διασώθηκαν πολλά από τα φέροντα στοιχεία του πύργου, όπως οι λίθινοι αρράβδωτοι κίονες, τα μεγάλα πώρινα τόξα, τα ενεπίγραφα μαρμάρινα περιθυρώματα, τα χαρακτηριστικά τοξόσχημα μικρά παράθυρα στο ανώϊ κ.α., τα οποία συνθέτουν ένα αξιόλογο δείγμα κοσμικής αρχιτεκτονικής της περιόδου της ενετοκρατίας. Η μελλοντική δημοσίευση του μνημείου θα επιτρέψει να διαπιστωθεί η σχέση του με ανάλογα κοσμικά κτίρια του νησιωτικού βενετοκρατούμενου χώρου, καθώς επίσης με τα υπόλοιπα αστικά διώροφα κτίσματα με τις ευρύχωρες αυλές και τα πολύπλοκα κατώγια που αρχίζουν να κτίζονται στη Χώρα της Αμοργού λίγο αργότερα, από τα μέσα του 17ου αιώνα.

Σήμερα στον Πύργο του Γαβρά στεγάζεται, όπως είδαμε, η σημαντική Αρχαιολογική Συλλογή της Αμοργού, η οποία μέχρι το 1971 περιελάμβανε ελάχιστα μόνο αντικείμενα που ήταν αποθηκευμένα σε διάφορους δημόσιους χώρους του νησιού. Από το 1972 όμως η συστηματική αρχαιολογική εξερεύνηση του νησιού και οι δωρεές των κατοίκων πλούτισαν σημαντικά τη Συλλογή με ανασκαφικά και τυχαία ευρήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία εκτίθενται σήμερα στις αίθουσες του πύργου, ενώ τα υπόλοιπα φυλάσσονται σε αποθήκες. Στην αίθουσα υποδοχής του ίδιου ορόφου, εκτίθενται κυρίως γλυπτά που προέρχονται από τις τρεις αρχαίες πόλεις της Αμοργού, Αιγιάλη, Αρκεσίνη και Μινώα (6ος αι. π.Χ. – 2ος μ.Χ. αι.). Στις δύο προθήκες της αίθουσας παρουσιάζονται αντικείμενα μικροτεχνίας από διάφορα υλικά (χαλκό, ελεφαντοστό, χρυσό κ.α.) που βρέθηκαν κυρίως στην ανασκαφή της Μινώας (8ος π.Χ. – 3ος μ.Χ. αι.). Στην «Αυλή» του ανωγείου, όπως και στον αύλειο χώρο του κατωγείου, μπορεί κανείς να θαυμάσει λίθινες εγχάρακτες, ενεπίγραφες πλάκες και διάφορα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά χρονολογούμενα από τους αρχαϊκούς μέχρι τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους. Στις δύο μικρές αίθουσες του κατωγείου η έκθεση ολοκληρώθηκε πρόσφατα, το 1998. Στην μεν πρώτη εκτίθεται η σημαντική προϊστορική συλλογή του νησιού, ενώ στη δεύτερη στεγάζεται η αρχαιολογική Συλλογή του αμοργιανού αρχαιογνώστη Εμμανουήλ Ιωαννίδη (1823-1906) που περιλαμβάνει διάφορα ευρήματα (γλυπτά, αγάλματα και ανάγλυφα, κεραμική κ.α.) που χρονολογούνται από την 3η π.Χ. χιλιετία έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.  (Ιωάννης Βαξεβάνης)

Μονή της Παναγιάς Χοζοβιώτισσας

Η Αμοργός κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα προσκυνήματα της ορθόδοξης πίστης λόγω του μοναστηριού της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας. Το οκταώροφο μοναστηριακό συγκρότημα, σκαρφαλωμένο στους πανύψηλους, απειλητικούς βράχους της νότιας, αφιλόξενης και αλίμενης ακτής, ενσωματώνεται αρμονικά στον περιβάλλοντα χώρο υπογραμμίζοντας την αγριότητα και τη γοητεία του τοπίου. Σε άμεση επαφή με την παρειά του κάθετου βράχου, που αποτελεί το βόρειο όριό του, το μοναστήρι αναπτύσσεται καθ’ ύψος με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 5 μ., αντικρίζοντας σαν αετοφωλιά το πέλαγος, μεταξύ γης και ουρανού.

Η μονή είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Η ίδρυσή της συνδέεται με την αυτοκρατορική χορηγία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) και ανάγεται στα τέλη του 11ου αιώνα. Η επωνυμία «Χοζοβιώτισσα» οφείλεται στην ευρύτατα διαδεδομένη διήγηση για την έλευση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, του παλλαδίου της Αμοργού, από τα Χόζοβα της Παλαιστίνης κατά την περίοδο της Εικονομαχίας. Όντως, ο πρώτος πυρήνας του μοναστηριού, η εκκλησία, τοποθετείται με μεγάλη βεβαιότητα στα χρόνια αυτά. Οι διαδοχικές οικοδομικές φάσεις του κτηρίου είναι με δυσκολία διακριτές λόγω της ιδιόρρυθμης αρχιτεκτονικής του που αναπτύχθηκε κατά τρόπο προσθετικό και λαβυρινθώδη. Εκτός από την εκκλησία και τα κελιά των μοναχών, στο μοναστήρι υπάρχουν τράπεζα, μαγειρεία, φούρνος, αποθηκευτικοί χώροι, κελάρια, πατητήρια κ.ά. Η κεντρική θύρα στέφεται με οξυκόρυφο τόξο που φαίνεται ότι κατασκευάστηκε κατά το 15ο αιώνα.

Για την οργάνωση, την εξέλιξη, τη σημασία και την ακτινοβολία του μοναστηριού, οι σωζόμενες μαρτυρίες είναι ισχνές. Τις περισσότερες πληροφορίες αντλούμε από τα φυλασσόμενα κειμήλια, αδιάψευστους μάρτυρες της ακμής του παρελθόντος. Η σπουδαία συλλογή του περιλαμβάνει αξιόλογα δείγματα της –μεταβυζαντινής κυρίως– εκκλησιαστικής τέχνης: ξυλόγλυπτους σταυρούς, σταχωμένα ευαγγέλια, ιερατικά άμφια, δισκοπότηρα, δισκάρια, λαβίδες, πολυκάνδηλα, δικηροτρίκηρα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού Παντοκράτορα και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας στον τύπο της Καρδιώτισσας, εξαίρετα έργα του β΄ μισού του 14ου ή της α΄ δεκαετίας του 15ου αιώνα. Πρόκειται πιθανώς για δημιουργίες κωνσταντινουπολίτικου εργαστηρίου, που απηχούν το εκλεπτυσμένο καλλιτεχνικό αισθητήριο των παραγγελιοδοτών.

Στο καθολικό φυλάσσεται ακόμη μία δίζωνη εικόνα του 1619 που απεικονίζει την Παναγία Βρεφοκρατούσα ανάμεσα στην αγία Παρασκευή και τον άγιο Γεώργιο το Βαλσαμίτη στην άνω ζώνη, και τη διάσωση ενός ναυαγίου στην κάτω. Σύμφωνα με την αφιερωτική επιγραφή, πρόκειται για δέηση του ιερομόναχου και καθηγούμενου της μονής Γενναδίου, ο οποίος γλίτωσε από σφοδρή θαλασσοταραχή κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Πάτμο στην Αμοργό. Η εικόνα τεκμηριώνει τις επιβεβαιωμένες και με έγγραφα σχέσεις της Αμοργού με τη μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου. Άλλωστε, η τελευταία διατηρούσε μετόχι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο πολύ κοντά στο κάστρο της Χώρας.

Η πλούσια βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει 98 χειρόγραφους κώδικες χρονολογημένους από τον 9ο ως το 18ο αιώνα, αλλά και πλήθος παλαιτύπων, μαρτυρεί το υψηλό πνευματικό επίπεδο των μοναχών. Άξιο ιδιαίτερης μνείας, λόγω της λεπτότητας της εκτέλεσης και της πολυτελούς κατασκευής του, είναι ένα ευαγγελιστάριο του β΄ μισού του 11ου αιώνα, που περιέχει έξι λαμπρές μικρογραφίες σε χρυσό κάμπο.

Η ιστορική πορεία του μοναστηριού ήταν συνυφασμένη με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας που διήρκεσε από το 1537 ως το 1824, η Αμοργός γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική ακμή. Η μονή, σύμφωνα με τις πηγές, την τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα φιλοξενούσε περίπου εκατό μοναχούς. Πατριαρχικά σιγίλια του 16ου και 17ου αιώνα, που φυλάσσονται στο μοναστήρι, αναφέρονται στα προνόμια που του παραχωρούνται και μαρτυρούν την ακμή του. Το παλαιότερο από αυτά χρονολογείται στο 1583 και φέρει τη μολύβδινη σφραγίδα του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄. Τα πολλά μετόχια που κατείχε η μονή Χοζοβιώτισσας στην ίδια την Αμοργό (Χριστός Φωτοδότης, Άγιος Γεώργιος Βαλσαμίτης, Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος) καθώς και σε άλλα νησιά αποδεικνύουν το μέγεθος της οικονομικής δυνατότητας, αλλά και την επιρροή που ασκούσε στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου πελάγους.  (Κωνσταντία Κεφαλά)

Η Αμοργός σήμερα

Οι σημερινοί κάτοικοι της Αμοργού ασχολούνται με τη ναυτιλία, την αλιεία, τη σπογγαλιεία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί και ο τουρισμός. Φημισμένο είναι το κρασί της Αμοργού. Το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό τοπίο των σύγχρονων οικισμών (Χώρα, Αιγιάλη, Αρκεσίνη) με τα ασβεστόχριστα στενομέτωπα σπίτια, τους στενούς πλακόστρωτους δρομίσκους και τις αψιδωτές καμάρες που συνδέουν τα ανώγεια των σπιτιών συνθέτει μία χαρακτηριστική εικόνα. Οι γωνιώσεις και απολήξεις των οικημάτων (δημόσιων και ιδιωτικών) αφήνονται στο χρώμα του λίθου που έρχεται σε αρμονική αντίθεση με το υπόλοιπο λευκό επίχρισμα των επιφανειών. Οι εκκλησίες ακολουθούν τον ίδιο κανόνα και αποτελούν το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής των οικισμών. Πολλές έχουν χτιστεί πάνω σε αρχαία ερείπια, όπως ο βενετσιάνικος πύργος του Αγίου Γεωργίου Βαλσαμίτη στη Χώρα και ο αρχαίος ναός κάτω από την Παναγία Καταπολιανή στα Κατάπολα. Την 1η Ιουλίου γίνεται το φημισμένο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων της Αιγιάλης.

Πεζοπορία στην Αμοργό

Αη Μάμας - ΝικουριάΤέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι η Αμοργός αποτελεί κατάλληλο τόπο για πεζοπορία. Το σύγχρονο οδικό δίκτυο ακολουθεί διαφορετική πορεία από τα παλιά μονοπάτια, με αποτέλεσμα να έχουν διασωθεί σχεδόν ακέραιες όλες οι παλαιές κτηνοτροφικές, ημιονικές χαράξεις. Τα μονοπάτια είναι πέντε κατηγοριών: α) χωματόδρομοι απροσπέλαστοι από οχήματα, β) φαρδιά και εμφανή λιθόστρωτα μονοπάτια, γ) μεγάλα σεσημασμένα μονοπάτια, που είναι και τα περισσότερα, δ) δύσβατα και αφανή μονοπάτια για έμπειρους πεζοπόρους, ε) πορείες που ακολουθούν το φρύδι των λόφων, τις πλαγιές και τα φυσικά περάσματα. Οι χαράξεις αυτές είναι οργανωμένες σε ένα δίκτυο 16 διαδρομών (διάρκειας από 45 λεπτά ως 5 ώρες) που εκκινούν ή καταλήγουν σε έναν από τους σύγχρονους οικισμούς και καλύπτουν πολλά από τα ενδιαφέροντα σημεία του νησιού από περιβαλλοντική, οικολογική και ιστορική άποψη, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των πεζοπόρων και των επισκεπτών που θέλουν να γνωρίσουν το νησί με διαφορετικό τρόπο.

ΑΜΟΡΓΟΣ
Συγγραφή : Τσώνος Κωνσταντίνος , Κεφαλά Κωνσταντία , Καρβώνης Παύλος , Βαξεβάνης Γιάννης (9/6/2006)
Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου