«Τα θεμέλια»
Τα θεμέλιά μου στα βουνά, στις θάλασσες, στα βράχια της Αμοργού. Οι γονείς μου γεννήθηκαν και οι δύο στα Κατάπολα, στους αντικρινούς οικισμούς που ορίζουν το πέταλο του λιμανιού. Ο πατέρας μου πήγε εκεί Δημοτικό, ύστερα δυο τάξεις Γυμνάσιο στην Κάλυμνο και τις υπόλοιπες στην Αθήνα, όπου δεκατεσσάρων χρονών κατέπλευσε για μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Η μάνα μου γνώρισε την πρωτεύουσα πολύ αργότερα, στα είκοσι εφτά της, όταν ανέβηκε λίγες μόλις μέρες πριν από το γάμο τους, τον Δεκέμβριο του 1951.
Ενάμιση χρόνο αργότερα γεννήθηκα εγώ, στην παλιά μαιευτική κλινική του Πουλή, γωνία Σόλωνος και Δημοκρίτου, σ’ αυτήν όπου είχε γεννηθεί και ο Τίτος Πατρίκιος, καθώς ο ίδιος μου επαναλαμβάνει συχνά όταν βλεπόμαστε.
Την εποχή εκείνη η Αμοργός ήταν ένα ξεχασμένο ερημονήσι, χαμένο στο Αιγαίο, και δεν είναι τυχαίο που λίγες δεκαετίες νωρίτερα τη χρησιμοποιούσαν ως τόπο εξορίας αντιφρονούντων. Ούτε ηλεκτρικό διέθετε, ούτε τακτική συγκοινωνία, ούτε τηλέφωνο, ούτε γιατρούς. Όσες γυναίκες είχαν συγγενείς να τις φιλοξενήσουν, ανέβαιναν για μεγαλύτερη ασφάλεια να γεννήσουν στην Αθήνα και παρέμεναν εδώ όσο μπορούσαν περισσότερο. Μόνο οι δικοί μου έκαναν το αντίστροφο: ενώ έμεναν μονίμως στην Αθήνα, πριν ακόμη σαραντίσω με κατέβασαν άρον-άρον στην Αμοργό, όπου εξακολουθούσαν βέβαια να ζουν οι γιαγιάδες, οι θείοι και οι θείες, όλος εκείνος ο συγγενικός αστερισμός που σκέπει τον ουρανό της νηπιακής μας ηλικίας.
Τον παππού μου τον Αντώνη, πατέρα του πατέρα μου, δεν τον πρόλαβα. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από το θάνατό του, όμως κυκλοφορούσε ακόμα η αύρα του περιπετειώδη καπετάνιου, ανοιχτόκαρδου και λάτρη των γυναικών, που είχε χτίσει πέντ’-έξι μεγάλα ιστιοφόρα και είχε φέρει, μαζί με τ’ αδέρφια του, το πρώτο εμπορικό ατμόπλοιο στις Κυκλάδες. Ο άλλος μου παππούς βρισκόταν στους αντίποδες. Δάσκαλος και ψάλτης, πράος όσο κανείς, ήταν γιος και ανιψιός παπάδων, αφού ο πατέρας και οι δυο του θείοι λειτουργούσαν ως εφημέριοι στη Λαγκάδα, τον Ποταμό και τα Θολάρια, τα τρία χωριά που απαρτίζουνε το δεύτερο λιμάνι της Αμοργού, τη Γιάλη. Διατηρώ πάντα στ’ αυτιά μου το συγκινημένο ήχο της φωνής του παππού, όταν νύχτα, σκοτάδι πίσσα, άρχιζε να ψέλνει στεντορεία τη φωνή το απολυτίκιο του Δεκαπενταύγουστου: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας…».
Νύχτα, σκοτάδι πίσσα. Το πιο πυκνό σκοτάδι που αντίκρισα ποτέ, με λίγα μόνο στίγματα από τις λυμφατικές λαμπίτσες πετρελαίου που φώτιζαν το εσωτερικό των σπιτιών ή τους δρόμους, κάτω από την αστερόεσσα του θόλου. [highlight]Στέρηση, αλλά και μυσταγωγία ενός κόσμου σεμνού, που συνέχιζε ν’ ανασαίνει αγκαλιά με τη φύση, απομονωμένος και αυτόνομος, σε συνθήκες που ελάχιστα διέφεραν από τις συνθήκες ζωής των βυζαντινών ή των αρχαίων.[/highlight]
Χωρίς οδικό δίκτυο, τα χωριά του νησιού φαινόταν σαν ν’ απέχουν μεταξύ τους πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα: Όσες ώρες χρειάζεσαι σήμερα να πας αεροπορικώς Αθήνα-Θεσσαλονίκη, τόσες χρειαζόσουν τότε για να πας περπατώντας απ’ τα Κατάπολα στη Χώρα. Και όσες χρειάζεσαι από Αθήνα για Κύπρο, τόσες χρειαζόσουν για να φτάσεις στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, ένα απ’ τα ωραιότερα, τα συγκλονιστικότερα ελληνικά μοναστήρια.
Όλα αυτά κάποτε, μέχρι πέντε δεκαετίες πίσω.
Ύστερα το μεγάλο πλοίο της εξέλιξης προσέγγισε και στην Αμοργό – αλλάζοντας άρδην τα πάντα.
[box type=»info» align=»aligncenter» ]*Ο Αντ.Φ. (1953) είναι ποιητής. Το πρόσφατο βιβλίο του, η συλλογή «Τοπία του Τίποτα», κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη.[/box]
.Πηγή Athens Voice