«Πάνω στον λόφο, στέκονται τ’ απομεινάρια της αρχαίας Μινώας.
Ο σύγχρονος συνοικισμός με τα λιγοστά σπίτια, στα ριζά, πιστοποιεί πως οι Αμοργιανοί εξακολουθούν να κατοικούν την περιοχή.
Σ’ ένα από αυτά ζούσε ένα κοριτσάκι ολομόναχο ανάμεσα στους ενήλικες.
Στη γειτονιά, βλέπεις, δεν υπήρχαν άλλα παιδιά.
Όλα συνηθίζονται, ακόμα κι αυτό.
Έμαθε να παίζει μόνη, να διαβάζει μόνη, να ονειρεύεται μόνη, να τραγουδάει μόνη… Μόνη να πλέκει την Πρωτομαγιά στεφάνια από αγριολούλουδα, μόνη να διακοσμεί, με αποτυπώματα από φύλλα τριανταφυλλιάς , τα κόκκινα αυγά του Πάσχα.
Ένα μόνο δεν μπορούσε να χωνέψει.
Χριστούγεννα χωρίς παιδικές φωνές που κελαηδάνε τα κάλαντα.
Ήταν ο συνοικισμός μακριά από το κοντινότερο χωριό και τα παιδιά δεν αποφάσιζαν να πάρουν τον μακρύ δρόμο με αντάλλαγμα λίγα κέρματα.
Χριστούγεννα δίχως κάλαντα, δεν λέει.
Σκεφτόταν πως αν έκανε το σπίτι φαντασμαγορικό, αν γινόταν εξωτερικά γιορτινό κι ελκυστικό, θα μπορούσε να φαντάξει από μακριά, να γίνει η σειρήνα που θα προσελκύσει τους μικρούς τραγουδιστές.
Όλο το χρόνο μάζευε υλικά.
Ό,τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει για το στόλισμα.
Πολύχρωμα χαρτάκια από καραμέλες και ασημόχαρτα από τα πακέτα με τα τσιγάρα του πατέρα γίνονταν το περιτύλιγμα που μεταμόρφωνε καρύδια και κάστανα σε λαμπερές πολύχρωμες μπάλες. Βελανίδια που χρωμάτιζε με χρυσαλοιφή, πολύχρωμα κουρέλια που έκοβε προσεκτικά σε λουρίδες και τα έδενε φιόγκους, μπουκέτα αποξηραμένα φύλλα σε ζεστές κεραμιδιές αποχρώσεις…
Όταν είχε ολοκληρώσει το στόλισμα, ερχόταν εδώ που στεκόμαστε εμείς, καθόταν σε μια πέτρα και καμάρωνε από απόσταση το έργο που προοριζόταν να θαμπώσει άλλους.
Αυτούς τους άλλους που είχε καταλάβει πως δεν επρόκειτο να έλθουν…»
Ο Παναγιώτης, ο ντόπιος οδηγός μας στα πανάρχαια πλακόστρωτα μονοπάτια της Αμοργού, έκανε μια μικρή παύση, πήρε τα μάτια του από το σπίτι που το ‘δερνε ο ανελέητος ήλιος του Ιούνη και σαν να αισθάνθηκε μια ανάγκη ν’ απολογηθεί.
«Κάθε φορά που περνάω από δω, δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στην επιθυμία να μοιραστώ αυτή την παλιά ιστορία».
«Κάθε φορά που περνάω από δω, δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στην επιθυμία να μοιραστώ αυτή την παλιά ιστορία».
Η σιωπή που έπεσε στην ομάδα έκανε τα επόμενα λεπτά πολύ αργόσυρτα.
Οι πιο ευφάνταστοι είχαν κι όλας αντικρίσει κατάφατσα το στολισμένο σπίτι, οι πιο ευαίσθητοι είχαν προλάβει να νιώσουν μια Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, οι πιο ονειροπόλοι έβλεπαν ήδη μέσα από τα λαμπερά μάτια της μικρής.
-Και… το κοριτσάκι αυτό ζει ακόμα ανάμεσά μας; Αποφάσισε να μιλήσει η Νεφέλη.
-Ναι, ζει ανάμεσά μας κι αν την κοιτάξετε βαθιά στα μάτια θα διαβάσετε πολύ εύκολα όλη αυτή την ιστορία που έχει περάσει πια μέσα στα κύτταρά της.
Έκανε μια βιαστική μεταβολή, σαν να ’θελε να εξαφανιστεί από το πλάνο μας, έβγαλε τα σκούρα γυαλιά και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού το αριστερό μάτι.
Αχ, αυτό το μελτεμάκι των μικρών Κυκλάδων!
Πώς σηκώνεται απροειδοποίητα και φέρνει μικροσκοπικούς κόκκους σκόνης μέσα στα μάτια!
Αναδημοσίευση από Γιούλια Ολόμπλαβα