Skip to main content

Μια φανταστική και αληθινή ιστορία κάπου στο 1950 εκεί στην ΑΜΟΡΓΟ…

Popi Synodinou αφιερωμένη στον έρωτα της γιαγιάς Καλλιόπης και του παππού Μιχάλη στον Στρούμπο..

Είναι Άνοιξη.

Στις γλάστρες των αυλών βασιλικοί. Γιατσέντα. Γιασεμιά που ‘χουν χυθεί και απλώνουνε στους τοίχους τα άσπρα τους κεφάλια.

Τα βουνά του ξερού νησιού πρασίνισαν. Σκορπούν την μέθη της μυρουδιάς τους τα φασκόμηλα. Η ρίγανη ξύνει την μύτη.

‘Εβρεξε χτες όλη την νύχτα. Ένα σύννεφο καθάρισε πια επάνω στον ουρανό. Αυτός έγινε γαλανός και παιχνιδιάρης.

Τα κατσίκια κοιτούν το πέλαγος.

Κάποιοι μέσα στις βάρκες τους ξύνουν το αλάτι από τα βράχια.

Η θάλασσα αρυτίδωτη. Πού και που ένα κυματάκι γλύφει την άκρη της βάρκας.

Άλλοι πάλι μαζεύουν τα δίχτυα τους.

‘Ολα είναι ήρεμα.

Και οι άνθρωποι και η φύση.

Τούτο το χωριό είναι σκαλωμένο στην ρίζα ενός βουνού.

Το χωριό είναι μικρό, βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα δυο, στέκει στην μέση του νησιού και κοιτάζει το πέλαγος.

Όλα είναι ήρεμα. Λάμπουν μέσα στον ήλιο.

Το μπλε καθρεπτίζεται στα μάτια των ανθρώπων.

Άσπρο και μπλε.

Τα σπίτια τούτου του χωριού μικρά και απλωμένα με πέτρα.

Μπορείς μέσα στην ησυχία να ακούσεις τα κουδουνάκια των ζώων που βόσκουν στις άκρες των βουνών.

Σε ένα σπίτι χυμένος έρωτας.

Ο ορισμός του έρωτα στα σώματα μιας γυναίκας κι ενός άντρα.

Συνεύρεση παράνομη, λείπουν οι γονείς της γυναίκας.

Νεαροί κι οι δύο, στα 19.

-Αγάπη μου, λέει αυτός καθώς φυλακίζεται μέσα της.

Τα κύματα της αγάπης τους φτάνουν ως το ταβάνι. Πού και που φεύγει ένας στεναγμός και βρίσκει έναν βασιλικό στην αυλή.

-Αγάπη μου, λέει αυτηή και χάνεται από κάτω του.

Ξαφνικά μέσα στην παραζάλη δεν ακούνε τα σκυλιά που γαυγίζουν άγρια.

Δεν ακούνε την γη που τρέμει. Πιστεύουν πως αυτό το έκαναν αυτοί με την έξαψή τους..

Το άλογο στον σταύλο σηκώνεται στα δυο του ποδάρια και κλωτσά την πόρτα.

Οι γάτες τρελαμένες σαν να ‘ναι σε οίστρο.

Το ζευγάρι βρέθηκε έξαφνα κάτω από το μπάρι.

Τα τζάμια τρίζουν. Η γη σήκωσε τις φλούδες της αγριεμένη.

Το ουρλιαχτό της ακούγεται από το ένα χωριό στο άλλο. Όλα πάνω της κουνιούνται σαν τρελά.

Σεισμός, ακούμε έξω από το παράθυρο του σπιτιού τους.

Μα δεν θέλουν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλο.

-Ας φύγουμε έτσι, όρισε αυτός. Όταν τον άκουσε εκείνη πήρε την απόφαση.

Συνέχισαν την ένωσή τους.

Έξω έπεφταν σιγά σιγά ένα ένα τα σπίτια.

Πέτρες ξεσηκωμένες σε ένα σύννεφο σκόνης, κρότοι αποκάλυψης.

Ζώα και άνθρωποι σαν τρελοί.

Η θάλασσα φούσκωσε, αποσύρθηκε από την παραλία κι έφτασε ώς το απέναντι νησάκι.

Φάνηκαν τα ψάρια στην άμμο να σπαρταρούν.

Η θάλασσα οργισμένη υψώθηκε σε κύμα από είκοσι μέτρα

Ένα βουνό νερού κάλυψε το λιμάνι με πάταγο.

Άνθρωποι ούρλιαζαν τρέχοντας να προλάβουν να σωθούν.

Το σπίτι του ζευγαριού ξεσκεπάστηκε, η στέγη έπεσε επάνω στα δύο σώματα.

Η κραυγή τους έγινε ένα με της γης καθώς πέτρες χύνονταν πάνω τους. Πέτρες και σκόνη.

Ο ένας κάλυπτε τον άλλο.

Έσβησαν αργά σε μια φωνή έξαψης.

Θα τους έβρισκαν μετά από ώρες ενωμένους..

Όλοι οι κάτοικοι θα γλύτωναν εκτός του ζευγαριού..

Το μοναστήρι στην άκρη ενός βράχου. Οι καλόγεροι να κοιτούν το τσουνάμι να ρημάζει τα πάντα κάτω από το παραθύρι.

Να χτυπά φρενιασμένα άλλος την καμπάνα..

Τέλος Θεού, φώναζαν αλαφιασμένοι.

Έφτασε το κύμα στην Κρήτη, στην Σαντορίνη.

Οργή στις Κυκλάδες.

ΟΡΓΗ φερμένη από το στόμα μιας αβύσσου.

Η σκόνη του τρομαγμένου νησιού στον ουρανό.

Κράτησε πολύ ο σεισμός..

Η φύση ήταν θυμωμένη, θύμωσε κι ο ουρανός με κόκκινα σύννεφα επάνω του..

Τους βρήκαν το βράδυ όταν κάπως ηρέμησαν οι μετασεισμοί.

Χυμένοι ο ένας πάνω στον άλλο.

Ο σεισμός έπαψε αλλά θα τον θυμόταν για πάντα η Αμοργός..

Και μαζί και τους εραστές του πέτρινου αγροτικού σπιτιού.

Και κανείς δεν ξέρει αν ήταν αυτός ο πιο ωραίος θάνατος..

Εγώ που πήγα όμως και πέρασα έξω από κείνο το σπίτι νόμισα κάτι άκουσα..

Κάτι ζεστό με τύλιξε, κάτι το πρωτόγνωρο..

Και μυρουδιές με ανέβασαν σε άλλη διάσταση..

Και νομίζω πως αυτός ήταν ο πιο ωραίος θάνατος.

Μαζί με της γης το τρέμισμα και του ανθρώπου.

Λάβα καυτή και τα δύο…