Skip to main content

Ο Tournefort στην Αμοργό το 1700

Το 1700, ο Γάλλος ιατρός και βοτανολόγος Joseph Pitton de Tournefort αναλαμβάνει κατ’ εντολή του Γαλλικού Στέμματος ερευνητική αποστολή στην Εγγύς Ανατολή, με σκοπό τη συλλογή φυτών αλλά και πληροφοριών για τον κόσμο της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του διετούς ταξιδιού του περιηγείται και περιγράφει – υπό μορφή επιστολών που απευθύνονται στον κόμη ντε Πονσαρτραίν, υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας – τριάντα οκτώ νησιά του Αιγαίου, την Κωνσταντινούπολη και περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, της Αρμενίας και της Γεωργίας, μέχρι τα σύνορα της Περσίας.
Ο Tournefort γεννήθηκε το 1656 στο Αιξ της Προβηγκίας από εύπορη οικογένεια. Καθώς ο πατέρας του τον προόριζε για τον κλήρο, αναγκάσθηκε να σπουδάσει θεολογία. Το ενδιαφέρον του, όμως, για τη χλωρίδα εκδηλώθηκε από την παιδική του ηλικία, ενώ παράλληλα καλλιέργησε, με τη βοήθεια και της οικογενειακής βιβλιοθήκης, τις γνώσεις του ως προς την Ανατομία, την Ιατρική, τη Φυσική και τη Χημεία.

Αφήνοντας τη γενέτειρά του το 1679, τελειοποίησε τις σπουδές του στην

Ανατομία και στην Ιατρική στο Μονπελλιέ

. Το 1861, τον βρίσκουμε στη Βαρκελώνη, όπου επιδίδεται στη βοτανολογική έρευνα και μελέτη. Το 1867 κλήθηκε από τον ιατρό της βασίλισσας ως καθηγητής Βοτανικής του Βασιλικού Κήπου, που είχε ιδρυθεί από τον Λουδοβίκο ΙΓ’ με σκοπό τη διδαχή σπουδαστών ιατρικής.

Ο Tournefort ξεκίνησε από τη Μασσαλία για την Εγγύς Ανατολή στις 23 Απριλίου 1700 και επέστρεψε στις 3 Ιουνίου 1702.

Στην Αμοργό βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1700.

Οι κυριότερες μονάδες μήκους που χρησιμοποιεί ο Tournefort είναι: ο πους (περίπου 30 εκατοστόμετρα), που περιείχε 12 δακτύλους (περίπου 2,5 εκατοστόμετρα) και ο κάθε δάκτυλος 12 γραμμές (περίπου 2 χιλιοστόμετρα)
σσΑ: Ο Tournefort εκθέτει λίγα Ιστορικά για το νησί και περιγράφει λεπτομερώς το Μοναστήρι αν και ειρωνικά για το θρησκευτικό συναίσθημα των Αμοργίνων και ιδιαίτερα για τον τρόπο της πηγομαντείας στον Άη Γιώργη τον Βαρσαμίτη,νομίζω ότι η αντίληψη αυτή των δυτικών υπάρχει και σήμερα…
Ο βόρειος άνεμος μας έκανε να εγκαταλείψουμε για δεύτερη φορά το σχέδιο μας να πάμε στην Πάτμο. Για ποιον λόγο να αντιμαχόμαστε τον Αίολο; Μας έριξε προς την Αμοργό, νησί που αξίζει να το προσέξει ο ταξιδιώτης. Αλλά, καθώς είχε φουσκοθαλασσιά, προσορμιστήκαμε στη Νικουρία, έναν απόκρημνο βράχο σε απόσταση ενός μιλίου από την Αμοργό.

Η Νικουρία είναι ένας μαρμάρινος όγκος στη μέση του πελάγους, σχετικά χαμηλός, αλλά με περίμετρο 5 μιλίων, στον οποίο δεν βλέπει κανείς παρά μόνον κατσίκες, αρκετά ισχνές, και πέρδικες κόκκινες, καταπληκτικής ομορφιάς, που μας αποζημίωσαν για την κακοπέραση που είχαμε στη Δονούσα. Οι Έλληνες της ακολουθίας μας επιδόθηκαν σε μεγάλη σφαγή τους. Αν και ήταν κάπως στεγνές και σκληρές σαν δέρμα, μας φάνηκαν εξίσου νόστιμες με εκείνες του Περιγκόρ. Όσο για τα φυτά, δεν είχαμε πολλή τύχη σε αυτό το ξερονήσι. Αναφέρω, ωστόσο, δύο που δεν έχουν περιγραφεί, παρ’ όλο που φύονται και σε ορισμένα άλλα νησιά της Ελλάδας.

Asparagus creticus fruticosus, crassioribus et brevioribuw aculeis, magnu fructu

[Ασπάραγος ο κρητiκός, θαμνώδης, πυκνάκανθος και βραχυάκανθος, μείζονος καρπού] Η σημερινή του ονομασία είναι Asparagus aphyllus, κοινώς άγριο σπαράγγι ή σπαραγγούδι.

Το φυτό αυτό φύεται μέσα από τις σχισμές των βραχούν από βλαστούς μακρούς, μήκους ενός πόδα μέχρι δύο ποδών και πάχους τριών περίπου γραμμών. Οι βλαστοί είναι σννεστραμμένοι, τραχείς, γκριζωποί, συχνά κυρτοί προς τα κάτω, πολύκλαδοι από τη βάση, με κλάδους υποδιαιρεμένους σε πολλά κλωνάρια, τα οποία είναι αυλακωτά, πάχους μίας γραμμής, ανοιχτοπράσινα προς το πράσινο της θάλασσας. Κατά διαστήματα έχουν χονδρά αγκάθια, που είναι τοποθετημένα πολλά μαζί. Τα μεγαλύτερα από αυτά έχουν μήκος 7-8 γραμμές και πάχος 1 γραμμή. Τα άλλα έχουν το μισό μήκος, αλλά είναι όλα σκληρά, ανοιχτοπράσινα, ραβδωτά, υπόξανθα καί ενίοτε μαυρειδερά στο άκρο. Από τη βάση των αγκαθιών και κατά μήκος των κλάδων αναπτύσσονται πολλά μικρά άνθη, που υποβαστάζονται από πολύ λεπτούς μίσχους. Κάθε άνθος έχει έξι πρασινοκίτρινα πέταλα. Είναι οξύληκτα και ραβδωτά, διατεταγμένα αστεροειδώς, συνήθως λυγισμένα προς τα κάτω και έχουν μήκος δυόμισυ γραμμές και πλάτος μία γραμμή. Η ωοθήκη είναι σαν μικρό κουμπί, με τρεις γωνίες, και περιβάλλεται από έξι στήμονες μήκους δύο γραμμών, με κίτρινο γυρεόσακο. Το άνθος έχει οσμή τράγου. Ο καρπός έχει διάμετρο μισού δακτύλου και περιέχει τρία στρογγυλά εξογκώματα, καθένα από τα οποία φέρει έναν σπόρο σφαιρικό και σκληρό. Το φυτό αυτό ποικίλλει και υπάρχουν ορισμένα που έχουν αγκάθια μήκους ενός δακτύλου.

Apium graecum saxatile, crothmi folio

[Άπιον το ελληνικόν, πετραίον, μετά κριθμίου φύλλου].

Ο βλαστός αυτού του φυτού, που βγαίνει επίσης από τις σχισμές των βράχων, αναπτύσσεται σε ύψος έως δύο ποδών, είναι χονδρός σαν το μικρό δάκτυλο και διακεκομμένος με πολλά γόνατα. Είναι συνεστραμμένος, πολύκλαδος, και φέρει στη βάση του πολλές δέσμες πυκνών φύλλων, παρόμοιων με εκείνα του κρίταμου με τα οποία κάνουν τουρσί. Τα φύλλα έχουν μήκος μισού πόδα και πλάτος τριών-τεσσάρων δακτύλων, χρώμα πράσινο της θάλασσας, και είναι σαρκώδη και εύθραυστα, δις τρισχιδή, με φυλλάρια μήκους εννέα-δέκα γραμμών και πλάτους μίας γραμμής, οξύληκτα, με γεύση αρωματική και πικάντικη. Η βάση των ψύλλων είναι συνεπτυγμένη αυλακοειδώς και περιβάλλει ένα τμήμα τον βλαστού, ο οποίος φέρει ραβδώσεις και είναι γεμάτος μυελώδη ουσία. Διακλαδίζεται από τη βάση του και έχει πυκνά φύλλα παρόμοια με τα προηγούμενα, μήκους όμως μόνον δύο ή τριών δακτύλων. Τα φύλλα των κλάδων έχουν μήκος μόνον έναν έως ενάμισυ δάκτυλο. Όλοι οι κλάδοι και οι υποδιαιρέσεις τους καταλήγουν σε στρογγυλές δέσμες, μεγέθους δύο δακτύλων, των οποίων οι μίσχοι έχουν μέγεθος ενάμισυ δάκτυλο, είναι χνουδωτοί, καθώς και η κορυφή του φυτού, και φέρουν άλλες μικρές δέσμες με άνθη πον έχουν πέντε λευκά πέταλα, μήκους μόνον μιάμισυ γραμμής. Η ωοθήκη και ο κάλυκας των ανθέων γίνονται σπόροι μήκους μιας γραμμής και ενός τετάρτου. Είναι γκριζωποί, με μέγεθος μικρότερο από μισή γραμμή, οξύληκτοι στα δύο άκρα, λίγο κυρτοί, ραβδωτοί, πικροί και αρωματικοί.

Το ωραίο αυτό φυτό φύεται, στον πιο απόκρημνο βράχο της Νικουριάς. Είναι παράξενο ότι τα μέρη που βρίσκονται μερικές οργιές ψηλότερα από τα άλλα μέρη του τόπου παράγουν φυτά που δεν υπάρχουν στην πεδιάδα. Όταν αποβιβαζόμαστε σε ένα νησί, δεν παραλείψαμε να πληροφορηθούμε αν υπήρχε κανένα εξωκλήσι της Παναγίας, όντας βέβαιοι ότι θα βρισκόταν στο πιο απρόσιτο σημείο και, κατά συνέπεια, θα ήταν το πιο κατάλληλο για τις έρευνες μας. Όλη η ευλάβεια των περισσότερων Ελλήνων συνίσταται στο να επισκέπτονται τα εξωκλήσια, όπου φθάνουν χύνοντας ποτάμια ιδρώτα. Οι Έλληνες θεωρούν δικαίως τη συνακόλουθη κούραση ως έναν από τους σκληρότερους εξιλασμούς που μπορεί να υποστούν σε τούτο τον κόσμο. Λιώνοντας λοιπόν από τον ιδρώτα, σπεύδουν να σταυροκοπηθούν καμιά δωδεκαριά φορές επανειλημμένως και να κάνουν άλλες τόσες μετάνοιες, όχι μόνο με το κεφάλι αλλά και με το μισό τους σώμα. Κατόπιν, εάν το καντήλι δεν είναι αναμμένο, το ανάβουν με το τσακμάκι τους και καίνε 2-3 κόκκους λιβάνι πάνω σε μια επίπεδη πέτρα. Ασπάζονται την εικόνα της Παναγίας και τις άλλες που βρίσκονται εκεί. Οι εικόνες αυτές δεν είναι ανάγλυφες, καθώς οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να ανεχθούν τέτοιο πράγμα, αλλά ζωγραφισμένες χονδροειδώς επάνω σε κομμάτια ξύλου με χρυσό φόντο. Όσοι θεωρούνται ζωγράφοι σε αυτήν τη χώρα, επειδή δεν ξέρουν να σχεδιάζουν, χρησιμοποιούν ένα διάστικτο χαρτί για να σημειώνουν τα χαρακτηριστικά των μορφών. Αυτά τα διάστικτα διαιωνίζονται με την παράδοση από πατέρα σε γιο, από την εποχή του αγίου Λουκά, αφού όλες οι Παναγίες τους έχουν την ίδια στάση σαν εκείνην που αποδίδουν στον άγιο αυτό. Ενόσω καίγεται το θυμίαμα, οι αθώοι αυτοί άνθρωποι, κάνουν παρακλήσεις στην Παναγία για τις υποθέσεις τους και αναζητούν έναν παπά να λειτουργήσει, αν υποθέσουμε ότι κάποιος θα βρεθεί εκεί κοντά. Όλα τα παραπάνω είναι αξιέπαινα, αλλά είναι πολύ ανόητο να επιπλήττουν την Παναγία και τους αγίους εάν οι υποθέσεις τους δεν εξελιχθούν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Οι γυναικούλες φέρνουν συνήθως ένα μικρό δοχείο με λάδι για να γεμίσουν το καντήλι ή ένα πολύ λεπτό κερί ή αφήνουν έναν παρά δίπλα στο καντήλι με σκοπό να αγορασθεί λάδι για να το ανάψουν μπροστά στο εικόνισμα.
Καθώς το κτίσιμο στη χώρα αυτή στοιχίζει φθηνά, όταν οι Έλληνες έχουν κάποιο πρόβλημα δωρίζουν καμιά εικοσαριά κορώνες για να κτίσουν ένα εξωκλήσι και για τον λόγο αυτό όλα τα νησιά είναι γεμάτα από εξωκλήσια. Προς μεγάλο σκανδαλισμό του Χριστιανισμού, οι ταξιδιώτες δεν έχουν συνήθως άλλο κατάλυμα. Εκεί μέσα φυλάσσουν ρούχα και εμπορεύματα, μαγειρεύουν και κοιμούνται. Αυτή η συνήθεια είναι πολύ παλαιά: ακόμη και η Άρτεμις και η Ήρα παραπονούνταν συχνά ότι οι άνθρωποι βεβήλωναν τους ναούς τους. Ας δώσει ο Θεός να μη βεβηλωθούν τα εξωκλήσια τα οποία αναφέραμε! Μόνον οι Έλληνες του Καθολικού δόγματος έχουν ορισμένη παιδεία ως προς την πίστη τους και τη λατρεία του αληθινού Θεού. Όσοι δεν έρχονται σε επαφή με τους ιεραποστόλους μας, είναι εξίσου αμαθείς σαν τους αγριότερους βαρβάρους. Όλη η επιδεξιότητα των παπάδων συνίσταται στο να εμπνέουν στο πλήρωμα τους φρίκη για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία.

Είναι μια παρένθεση, τρόπος του λέγειν, που δεν έχει καμία σχέση με τη Νικουρία, όπου δεν υπάρχουν ούτε Έλληνες ούτε Λατίνοι. Αλλά τι να πει κανείς για ένα νησί εντελώς άγνωστο στους αρχαίους και τους συγχρόνους, το οποίο, άλλωστε, δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαίτερο; Έπειτα από όλα αυτά, απλώς ξεκουραστήκαμε εκεί και τη νύχτα διεκπεραιωθήκαμε στην Αμοργό.

Η Αμοργός δεν διακρίθηκε στην αρχαία ιστορία για την ανδρεία των κατοίκων της. Μάλιστα, φαίνεται, πως οι κάτοικοι, ήταν πιο αφοσιωμένοι στις επιστήμες και στις τέχνες παρά στον πόλεμο.

Έχουμε αρκετά σημαντικές μαρτυρίες επ’ αυτού. Ο Γκόλτσιους αναφέρει δύο νομίσματα με την κεφαλή του Απόλλωνος, από τα οποία το ένα έχει για οπισθότυπο μια αστρονομική σφαίρα, στηριγμένη σε έναν τρίποδα. Στον οπισθότυπο του άλλου υπάρχει ακόμη μία σφαίρα και ένας διαβήτης. Ενδεχομένως θα ήθελαν να δείξουν με αυτά τα νομίσματα ότι στο νησί αυτό καλλιεργούσαν την Αστρονομία και τη Γεωμετρία.
Στην Αμοργό κατεργάζονταν ένα ύφασμα που έφερε το όνομα του νησιού, όπως άλλωστε και το κόκκινο χρώμα με το οποίο βαφόταν. Οι χιτώνες της Αμοργού ήταν περιζήτητοι. Τους ονόμαζαν αμοργίδες [αμόργινα], όπως και το λινάρι [αμοργίς] με το οποίο ήταν υφασμένοι. Ο Ησύχιος και ο Παυσανίας, που αναφέρεται από τον Ευστάθιο, συγγραφέα του Μεγάλου Ελληνικού Λεξικού, συμφωνούν επίσης ότι το ύφασμα αυτό έφερε το όνομα της Αμοργού. Φαίνεται ότι, για να του δώσουν κόκκινο χρώμα, χρησιμοποιούσαν ένα είδος λειχήνας που είναι πολύ κοινή στα βράχια του νησιού, καθώς και στους βράχους της Νικουρίας. Το φυτό αυτό πωλείται ακόμη προς δέκα κορώνες το καντάρι, για να μεταφερθεί στην Αλεξάνδρεια και στην Αγγλία, όπου το χρησιμοποιούν για κόκκινες βαφές, όπως και εμείς μεταχειριζόμαστε το λάπαθο της Ωβέρνης4. Παραθέτω την περιγραφή της λειχήνας αυτής. Δεν πιστεύω πως την έχει αναφέρει κανείς.

Lichen graecus polypoides tinctorius
Roccella[Λειχήν ο ελληνικός, πολυποειδής, βαφικός] Σημερινή ονομασία Roccella tinctoria γνωστή ως γλίνα, γλίντσα της πέτρας ή εγγλέζικο χόρτο.

Αναπτύσσεται σε γκριζωπές τούφες μήκους 2-3 δακτύλων, αποτελούμενες από κλαδίσκονς λεπτούς σχεδόν σαν τρίχες και μοιρασμένους σε 2-3 κεράτια, στρογγυλεμένα και άκαμπτα, λεπτά όταν εμφανίζονται, αλλά που αποκτούν τιάχος μίας γραμμής στη συνέχεια. Γίνονται κυρτά σαν δρεπάνι και καταλήγουν ενίοτε σε δύο αιχμηρά άκρα. Τα κεράτια αυτά είναι γεμάτα κατά μήκος με μία σειρά από κύστεις πιο λευκές από το υπόλοιπο μέρος, διαμέτρου μισής γραμμής, σχηματίζοντας εξογκώματα, παρόμοια με τις κύστεις του πολύποδα της θάλασσας. Ολόκληρο το φυτό είναι στιβαρό, λευκό και με αλμυρή γεύση. Δεν είναι σπάνιο στα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους, αλλά η χρήση τον για βαφή είναι γνωστή μόνον στην Αμοργό.

Ο Στράβων αναφέρει, ότι το νησί ήταν πατρίδα του φημισμένου για τους ιάμβους του ποιητή Σιμωνίδη. Ο Στέφανος ο Γεωγράφος μάς πληροφορεί ότι οι αρχαίες πόλεις της Αμοργού ονομάζονταν Αρκεσίνη, Μινώα και Αιγιάλη. Τα ερείπια που φαίνονται γύρω από το δυτικό λιμάνι είναι υπολείμματα μιας από αυτές. Αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ποιας ακριβώς, χωρίς τη βοήθεια επιγραφών, και δεν παρατηρήσαμε παρά τμήματα κιόνων σε ένα εξωκλήσι της συνοικίας που ονομάζουν Κάτω Πόλη (Κατάπολα). Το καλύτερο λιμάνι είναι αυτό που βρίσκεται στο μέσο του νησιού. Φαίνεται ότι ο Κλείτος από τη Λυδία, ναύαρχος του στόλου του Πολυπέρχοντος, ύψωσε σε αυτό το μέρος την τρίαινα και προσονομάσθηκε Ποσειδώνας διότι βύθισε 3-4 πλοία του στόλου τού Αντιόχου.
Ο Ηρακλείδης [ο Λέμβος] συμφωνεί ότι η Αμοργός ήταν πολύ εύφορο νησί και παρήγε κρασιά, λάδι και άλλα είδη τροφίμων. Γι’ αυτό ο Τιβέριος πρόσταξε να εξοριστεί εκεί ο Βίμπιος Σερήνος. Ο αυτοκράτωρ ήταν της γνώμης ότι όταν χάριζαν τη ζωή σε κάποιον, έπρεπε να του παρέχουν και τις σχετικές ανέσεις.

Το νησί της Αμοργού καλλιεργείται καλά σήμερα. Παράγει αρκετό λάδι για τους κατοίκους και περισσότερο κρασί και σιτηρά από όσο μπορούν να καταναλώσουν. Η ευφορία του προσελκύει τις ταρτάνες από την Προβηγκία. Το νησί έχει περίμετρο μόνον 36 μίλια και εκτείνεται από βορρά προς νότον, αλλά είναι πάρα πολύ απόκρημνο στη νοτιοανατολική του πλευρά. Η Χώρα βρίσκεται 3 μίλια από το δυτικό λιμάνι, κτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από έναν βράχο, όπου υπάρχει το παλαιό κάστρο των Δουκών του Αρχιπελάγους, στους οποίους υπαγόταν η Αμοργός για μεγάλο διάστημα. Οι κάτοικοι του νησιού δεν ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. Την εποχή μάλιστα που περάσαμε, δεν υπήρχε ούτε Καδής ούτε Βοεβόδας. Οι κάτοικοι πήγαιναν για την εκδίκαση των υποθέσεων τους στη Νάξο ή στην Αστυπάλαια – η Νάξος απέχει 30 μίλια από την Αμοργό και η Αστυπάλαια 50.

Οι καλύτερες περιοχές της Αμοργού ανήκουν στο μοναστήρι της Παναγίας, όπου οι πιστοί σπεύδουν από αρκετά μακριά για να παρακολουθήσουν λειτουργίες, καθώς όλες οι εξαιρετικές τοποθεσίες εμπνέουν πίστη στον λαό. Σε απόσταση 3 μιλίων από τη Χώρα, στην ακροθαλασσιά, έκτισαν ένα μεγάλο οικοδόμημα, το οποίο από μακριά μοιάζει με ερμάρι, κολλημένο στη βάση ενός τρομακτικού βράχου, που είναι κομμένος εκ φύσεως τελείως κάθετα και μας φάνηκε ψηλότερος από τον βράχο της Σαιντ Μπωμ της Προβηγκίας. Ωστόσο, το «ερμάρι» αυτό περιέχει 100 καλόγερους, που φιλοξενούνται άνετα. Μπορεί να μπει κανείς, μόνο με καλές συστάσεις, από ένα μικρό άνοιγμα που υπάρχει σε μια από τις γωνίες του κτίσματος και το οποίο κλείνει με μια πόρτα επενδεδυμένη με λαμαρίνα. Μέσα συναντούμε ένα δωμάτιο φρουράς όπου υπάρχουν ρόπαλα σαν εκείνα του Ηρακλή, των οποίων ένα και μόνο χτύπημα θα ήταν αρκετό για να σκοτώσει βόδι. Τα μέτρα προστασίας μάς φάνηκαν τελείως άχρηστα, καθώς με μία κλωτσιά θα μπορούσαν εύκολα να πετάξουν έναν άνθρωπο από τη σκάλα από την οποία ανεβαίνουν σε αυτήν την πόρτα. Η σκάλα έχει δώδεκα ξύλινα σκαλοπάτια, χωρίς να υπολογίζονται μερικά πέτρινα σκαλοπάτια στα οποία ακουμπάει. Κατόπιν, περνούμε από μια άλλη, πολύ στενή σκάλα. Αλλά ούτε τα κελιά ούτε η εκκλησία είναι λαξευμένα στον βράχο, όπως έχει αναφερθεί. Οι μοναχοί μας διαβεβαίωσαν ότι το μοναστήρι τους ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κομνηνό, ο οποίος το είχε προικίσει καλά, πράγμα που δεν έχω καμία δυσκολία να πιστέψω. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, παρατηρεί ότι η μητέρα του αυτοκράτορα τον είχε αναθρέψει μέχρι τον γάμο του ανάμεσα σε μοναχούς. Οι μοναχοί της Αμοργού διαδίδουν ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε όταν ανακαλύφθηκε μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, ζωγραφισμένη σε ξύλο, που φυλάσσουν στην εκκλησία τους ως σπουδαίο κειμήλιο. Διατείνονται ότι η εικόνα αυτή, αφού βεβηλώθηκε στην Κύπρο και έσπασε σε δύο κομμάτια, μεταφέρθηκε ως εκ θαύματος από τη θάλασσα μέχρι τη βάση του βράχου της Αμοργού. Σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, τα κομμάτια ενώθηκαν από μόνα τους. Φαίνεται πως η εικόνα είχε επιτελέσει στο παρελθόν και εξακολουθεί να επιτελεί ακόμη πολλά θαύματα. Πάντως, μας φάνηκε πολύ καπνισμένη και ατελής ως προς το σχέδιο. Οι καλόγεροι που την φυλάσσουν είναι ατημέλητοι. Το μοναστήρι τους έχει πάρει τη μυρωδιά ενός παλιού δωματίου φρουράς και έχει περισσότερο την όψη καταφυγίου ληστών, παρά ιερού χώρου. Καθώς δεν θα μπορούσε να φύγει κανείς ευπρεπώς από τέτοια μοναστήρια χωρίς να δώσει κάτι, αφήσαμε μερικά κέρματα και οι μοναχοί μας φίλεψαν με μία πιατέλα σταφύλια, των οποίων οι βότρυες είχαν μήκος έναν περίπου πόδα. Κάθε ρόγα ήταν σχεδόν ωοειδής, μήκους 15-18 γραμμών, λευκή προς το πρασινωπό, πολύ γλυκιά και με εξαιρετική γεύση. Επειδή βλέπαμε γύρω από το μοναστήρι μόνον τη θάλασσα και τα απαίσια βράχια, σκέφθηκα να ρωτήσω τους μοναχούς από πού προέρχονταν τόσο ωραίοι καρποί. Μου απάντησαν ότι τους καλλιεργούσαν σε μιαν άλλη περιοχή του νησιού, δίπλα σε μια εκκλησία όπου διατηρούσαν την ξακουστή υδρία που γεμίζει με νερό και αδειάζει μόνη της ορισμένες εποχές του έτους.

Ο Χριστιανισμός δεν μετέβαλε το μυθοπλαστικό πνεύμα των Ελλήνων.

Την επομένη πήγαμε στην εκκλησία, είτε για να πεισθούμε είτε για να αποκαλύψουμε την απάτη σχετικά με αυτό το θαύμα και, βεβαίως, για να φάμε τα ωραία σταφύλια. Ο Άγιος Γεώργιος ο Βαλσαμής -έτσι λέγεται το εξωκλήσι- απέχει 4 μίλια από την πόλη, στα αριστερά του δυτικού λιμανιού, δίπλα σε ένα περιβόλι με πεζούλες γεμάτες οπωροφόρα. Βρίσκεται πέρα από έναν λαχανόκηπο, που ποτίζεται από μια μικρή πηγή, ανάμεσα σε καλλιεργημένα αμπέλια. Ο τόπος μας φάνηκε πολύ ωραίος για κατοικία ενός παπά. Αν και το εξωκλήσι έχει μήκος μόνον 15 βήματα και πλάτος 10, χωρίζεται σε τρία κλίτη από χονδρούς τοίχους, σαν να επρόκειτο για μεγάλη εκκλησία. Τα πλευρικά όμως κλίτη είναι τόσο στενά, ώστε ένας μόνον άνθρωπος χωρεί να περάσει. Μπορεί να μπει κανείς στην εκκλησία από τη γωνία του κλίτους στα αριστερά. Όταν πρωτοείδαμε απέναντι από την πόρτα μια πηγή, κρίναμε ότι το υποτιθέμενο θαύμα δεν θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί. Το νερό της πηγής, που είναι πολύ μικρή, συλλέγεται σε μια δεξαμενή μήκους 5 ποδών και 4 δακτύλων και πλάτους 2 ποδών και 8 δακτύλων. Το ύψος του νερού ήταν τότε μόνον ενός περίπου πόδα. Έξι βήματα από εκεί, στο δάπεδο ενός μικρού δωματίου στο ίδιο κλίτος, είναι θαμμένη κοντά στην επιφάνεια της γης η φημισμένη υδρία την οποία έρχονται να συμβουλευθούν σαν να πρόκειται για το Μαντείο του Αρχιπελάγους. Πρόκειται για ένα μαρμάρινο δοχείο, σχεδόν ωοειδές, ύψους δύο ποδών και πλάτους δεκαέξι δακτύλων, του οποίου το στρογγυλό άνοιγμα, διαμέτρου οκτώ δακτύλων, κλείνει με ένα κομμάτι ξύλο, που συγκρατείται με μια σιδηρά ράβδο τοποθετημένη εγκαρσίως.

Το δωμάτιο είναι κλεισμένο με περισσή φροντίδα και δεν ανοίγει παρά μόνον αφού δώσει ο καθένας μερικά χρήματα για μία δέηση. Δεν παραλείψαμε να το κάνουμε και είχαμε την ευχαρίστηση να δούμε ακάλυπτη την υδρία και να μετρήσουμε το νερό, του οποίου η στάθμη, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχε ύψος επτά δακτύλους και εννέα γραμμές. Δεν μας επέτρεψαν όμως να ερευνήσουμε πιο πέρα ούτε να εξετάσουμε τον πυθμένα της υδρίας, που ήταν καλυμμένος με πηλό. Ο παπάς μας είπε μόνον ότι, το ύψος του νερού ήταν το κανονικό. Τον παρακαλέσαμε να μας δώσει, να καταλάβουμε σε τι συνίσταται τότε το μέγα θαύμα. Είναι, λέει, ότι, το νερό υψώνεται, και. χαμηλώνει πολλές φορές στη διάρκεια του έτους. Απαντήσαμε ότι είναι δυνατόν η σχετικώς άφθονη εκροή της δεξαμενής, που υπήρχε εκεί δίπλα, να διαπερνά το χώμα και να εμποτίζει ανεπαίσθητα το μάρμαρο, που έχει πάχος μόνον έναν περίπου δάκτυλο και ίσως να ήταν ραγισμένο στον πυθμένα. Το σημείο αυτό είναι πολύ σκοτεινό και θα έπρεπε να αδειάσει κανείς την υδρία για να το εξετάσει καλά, διότι ο πατήρ Ρισάρ υποστηρίζει ότι ο πυθμένας του δοχείου αποτελείται από άργιλο. Ο παπάς αρκέσθηκε να μας πει ότι επρόκειτο για μέγα θαύμα.

Τον παρακαλέσαμε να μας πει αν ήταν αλήθεια ότι η υδρία γεμίζει μερικές φορές σε διάστημα μισής ώρας και ότι αδειάζει εμφανώς πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε ίσο διάστημα. Επίσης, αν είναι αλήθεια ότι σε μια στιγμή την βλέπουν τόσο γεμάτη, ώστε το νερό να ξεχειλίζει από πάνω, και λίγο αργότερα να έχει γίνει τόσο στεγνή, ώστε να μη φαίνεται ότι είχε καν μπει μέσα της νερό. Ο άνθρωπος αυτός, που μας υποψιαζόταν και δεν ήταν τόσο ανόητος όσο φαινόταν, μας απάντησε ότι δεν είχαμε παρά να μείνουμε λίγο ακόμη για να δούμε τί θα συνέβαινε. Όσο για τον ίδιο, δεν την είχε δει ποτέ ούτε τελείως γεμάτη ούτε τελείως άδεια. Πάντως, οφειλόταν σε θαύμα και στη δύναμη του αγίου Γεωργίου το ότι η στάθμη υψωνόταν και χαμήλωνε αισθητά μέσα στο ίδιο έτος. Όσοι έρχονταν να συμβουλευθούν την υδρία, πριν αναλάβουν ορισμένες σημαντικές εργασίες, ήταν δυστυχείς αν το νερό ήταν χαμηλότερο από το κανονικό. Όσο για μάς, έπρεπε να κολακευόμαστε ότι θα απολαμβάναμε κάθε ευτυχία, αφού κατά την άφιξη μας η στάθμη του νερού δεν ήταν χαμηλή. Μείναμε δύο περίπου ώρες κοντά στην εκκλησία περιγράφοντας φυτά, τρώγοντας σταφύλια και στέλνοντας κάθε τόσο κάποιον από μας, με το κερί στο χέρι, να δει αν το νερό ανέβαινε ή κατέβαινε. Το νερό έδειχνε πάντοτε το ίδιο σημείο στη ράβδο με την οποία μετρούσαμε το βάθος, δηλαδή επτά δακτύλους και εννέα γραμμές. Τέλος, αφού εκτιμήσαμε τα δεδομένα, θεωρήσαμε ότι έπρεπε να δεχθούμε την εξήγηση που μας έδωσε ο υπηρέτης μας. Ήταν ένας πολύ ευφυής νέος, που, βλέποντας ότι μας στενοχωρούσε το ό,τι δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε το μυστήριο, μας είπε ορθά-κοφτά τι γινόταν, χωρίς να καταφύγει, στο φαινόμενο της διήθησης του νερού από το χώμα στο μάρμαρο και χωρίς να αναφερθεί στον άγιο Γεώργιο ή στην Παρθένο Μαρία. Δηλαδή, ότι ο παπάς, για να συντηρείται, δεν το είχε για πολύ να γεμίζει και να αδειάζει την υδρία με νερό από τη δεξαμενή με την κουτάλα της κατσαρόλας του, μόλις εμφανίζονταν άνθρωποι που ήταν εύκολο να εξαπατηθούν, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους που αναζητούν θαύματα.

Η ειλικρίνειά του μας χαροποίησε. Αποχωρήσαμε, ευχαριστώντας τον παπά. Αλλά, καθώς αυτός μας άκουσε να ξεσπούμε σε γέλια, κατάλαβε ότι δεν πιστέψαμε στην Υδρία και έτρεξε από πίσω μας για να μας διηγηθεί μια ιστορία που θα μπορούσε να μας πείσει για το θαύμα. Μας είπε ότι ένας Έλληνας επίσκοπος, φορτωμένος με τσεκίνια, πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να αποκτήσει πιο σημαντικά προνόμια. Θέλησε να συμβουλευθεί την Υδρία για να μάθει αν το ταξίδι του θα ήταν επιτυχές, αλλά την βρήκε σχεδόν άδεια. Στενοχωρημένος από την ατυχία αυτή, πέρασε 4-5 ημέρες με προσευχές και αναστεναγμούς. Ο παπάς, ο οποίος τον έβλεπε πολύ λυπημένο, σκέφθηκε να φερθεί ευλαβικά και να αδειάσει μια καλή τσουκαλιά νερό στην υδρία. Αλλά και ο ίδιος αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη όταν ήλθε να την επισκεφθεί με τον επίσκοπο και δεν βρήκε το νερό πιο υψωμένο από πριν. Τότε, διπλασίασαν τις προσευχές στον άγιο Γεώργιο. Μάλιστα, στο κυρίως μοναστήρι, εκλιπάρησαν την Παναγία να στείλει νερό. «Θα μπορούσατε να πιστέψετε, κύριοι», συνέχισε ο παπάς μας, με ύφος εμπιστευτικό, «ότι το νερό βρέθηκε ένα ωραίο πρωινό σε μεγάλη ποσότητα;». Ο επίσκοπος έφυγε μετά από χίλιες ευχαριστίες και δεν πρόλαβε να φθάσει στην Πάρο, όπου πληροφορήθηκε προς μεγάλη του χαρά ότι, κατά το διάστημα που βρισκόταν στην Αμοργό, δηλαδή το διάστημα κατά το οποίο έλειπε το νερό, η θάλασσα ήταν γεμάτη κουρσάρους, που, μη βρίσκοντας ποιους να ληστέψουν, είχαν πλέον σηκώσει πανιά, άλλοι προς τον Μοριά και άλλοι προς τον κόλπο της Θεσσαλονίκης. «Υπάρχει κάτι ακόμη», προσέθεσε, «η ιερά μας υδρία δείχνει, προτίμηση στους κουρσάρους, είτε είναι. Χριστιανοί είτε βάρβαροι. Κάνουν τον κόσμο να αγανακτεί, όταν έρχονται να συμβουλευθούν τον Στρατηλάτη άγιο Γεώργιο, που είναι, ο πραγματικός στρατηγός του ουράνιου στρατού και όχι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ της Σερίφου, όπως ισχυρίζονται οι καλόγεροι του νησιού εκείνου». Μετά από αυτά τα ωραία λόγια, στα οποία απαντούσαμε μόνο με κλίσεις του κεφαλιού, αποχωριστήκαμε βαθύτατα ικανοποιημένοι οι μεν από τους δε – ο παπάς διότι μας είπε την ιστορία του, εμείς διότι μάθαμε τον δόλο των μοναχών και την αφέλεια του κόσμου τον οποίο εξαπατούν κατ’ αυτόν τον τρόπο στις χώρες της Άγνοιας και της Πρόληψης.

Οι κάτοικοι του νησιού είναι προσηνείς και οι γυναίκες αρκετά ωραίες. Η καλύπτρα τους είναι μια ταινία από κίτρινο ύφασμα, με την οποία σκεπάζουν το επάνω μέρος της κεφαλής και το κάτω του προσώπου, στρίβοντας την έπειτα σαν τουρμπάνι, του οποίου μία άκρη κρέμεται στην πλάτη. Οι ενδυμασίες των κυριών είναι εξίσου αστείες με αυτές που φορούν στα άλλα νησιά. Θα περιγράψουμε αργότερα τα διάφορα μέρη τους.
Δεν πρέπει να φύγουμε από την Αμοργό χωρίς να περιγράψουμε ένα από τα σπανιότερα φυτά που υπάρχουν στο Αρχιπέλαγος. Το πα ρατηρήσαμε μόνον στις σχισμές του τρομερού βράχου, όπου βρίσκεται, το μοναστήρι της Παναγίας.

Origanum dictammi cretici facie, folio crasso, nunc villoso, nunc glabro
[Ορίγανον το προς Δίκταμον το κρητικόν ομοιάζον, το μετά φύλλου παχέος, ενίοτε τριχωτού, ενίοτε ατρίχου] Σημερινή ονομασία Origanum calcaratum, συνώνυμο με το Origanum tournefortii (ορίγανον το τουρνεφόρτιον), ενδημικό σε λίγα νησιά του Αιγαίου, γνωστό κοινώς στην Αμοργό ως κεφαλόχορτο.

Η ρίζα του είναι ενίοτε χονδρή σαν δάκτυλο, ξυλώδης, μήκους ενός περίπου πόδα, καστανόχρωμη, με σκασίματα, κοκκινωπή από μέσα, η οποία φέρει ριζίδια τριχωτά και συνεατραμμένα. Από τη ρίζα εκφύον-ται κορυφές, από όπου αναπτύσσονται βλαστοί ύψους 8-9 δακτύλων, τετράγωνης διατομής, γλανκοπράσινοι. Μερικοί είναι απλοί, οι άλλοι με διακλαδώσεις, γεμάτοι με πυκνά φύλλα, αντίθετα ανά δύο, στρογγυλά ή ωοειδή, πον καταλήγονν ανεπαίσθητα σε αιχμή, σχεδόν σαν γοτθική αψίδα, μήκους 9-10 γραμμών, παρόμοια με τα φύλλα τον δικταμον της Κρήτης. Μερικά από τα φύλλα της ρίγανης αντής έχουν διπλάσιο πάχος, είναι σαρκώδη και τελείως λεία. Άλλα είναι λεπτότερα και ελαφρώς χνουδωτά. Μερικά είναι άνοστα, μερικά πικάντικα, άλλα αρωματικά και άλλα δεν μυρίζουν καθόλου. Όλα τα φύλλα μικραίνουν προς το επάνω μέρος των κλάδων και των κλαδίσκων, οι οποίοι διαιρούνται συνήθως σε δύο στάχεις ή καταλήγονν σε έναν μόνο. Κάθε στάχνς έχει μήκος 15-20 γραμμές και πλάτος 5-6 γραμμές και αποτελείται από τέσσερεις σειρές πορφυριζόντων λεπιών. Τα λέπια είναι ωοειδή, οξύληκτα, μήκους 4-5 γραμμών, αρκετά αραιά μεταξύ τους και, ενίοτε, ανοιχτο-πράσινα με πορφυρή παρυφή. Από τις μασχάλες τους εκφύονται τα άνθη, που ανοίγουν προοδεντικά, έχουν ξεθωριασμένο ροδαλό χρώμα και μήκος 9-10 γραμμές. Σχηματίζονν λενκωπούς σωλήνες πάχους μισής γραμμής, πον ενρύνονται σε δύο χείλη, εκ των οποίοι το επάνω έχει μήκος δυόμισυ γραμμές και είναι αμβλνμένο και πτνχωμένο. Το κάτω χείλος έχει το ίδιο μέγεθος και είναι αποστρογγνλωμενο και διαιρεμένο σε τρεις λοβούς. Καταλήγει, πίσω, σε έναν όνυχα μήκους μισής γραμμής. Οι στήμονες έχουν μεγαλύτερο μήκος από το άνω χείλος, αλλά το ίδιο χρώμα και φέρουν γυρεόσακο διαιρεμένο σε δύο θαλάμους. Ο κάλυκας είναι σωλήνας μήκους δυόμισυ γραμμών, ανοιχτοπράσινος και αυλακωτός. Στο βάθος τον ωριμάζουν 2-3 σκουρόχρωμα και πολύ μικρά σπέρματα, καθώς από τα τέσσερα έμβρυα που βρίσκονται στο βάθος της ωοθήκης υπάρχει πάντοτε ένα που δεν ωριμάζει. Αυτοί οι σπόροι ευδοκίμησαν στον Βασιλικό Κήπο, όπου το φυτό δεν άλλαξε καθόλου με την καλλιέργεια. Διατηρείται εύκολα στα θερμοκήπια, όπου, όπως και τα άλλα αρωματικά φυτά, χρειάζεται από καιρού εις καιρόν καθαρόν αέρα, που έχει θερμανθεί από τις ακτίνες του ηλίου.

Στην Αμοργό δεν υπάρχει ξυλεία. Καίνε μόνο σχίνα και κέδρους με φύλλα σαν του κυπαρισσιού, που η φωτιά τα καταβροχθίζει αμέσως. Οι Έλληνες χρησιμοποιούν αυτόν τον κέδρο για να ψαρεύουν με τρίαινα. Τον κόβουν σε κομμάτια, που τοποθετούν σε μια σχάρα στην πρύμνη ενός καϊκιού, και τα ανάβουν τη νύχτα για να προσελκύσουν τα ψάρια με το φως. Και, εύκολα, τα καρφώνουν μέσα στο νερό χτυπώντας τα με τις τρίαινες που πετούν σαν ακόντια. Φέρνουν αυτό το ξύλο στην Αμοργό από τον Καλόγερο, από την Κέρο, από τη Σχινούσα και από άλλα κοντινά μικρά νησιά.