Skip to main content

Αμοργός – Νίκος Γκάτσος

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.

Στην Αθήνα, όπου εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» το 1931 και «Ρυθμός»  το 1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός»  και  «Τα Νέα Γράμματα» (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, την ποιήτρια Μυρτιδιώτισσα και τον Θ. Καστανάκη αντίστοιχα).

Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις «Αετός» (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του «Αμοργός» με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει  τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Αυτό ήταν και το μοναδικό βιβλίο του. Το έργο, που αποτελείται από μόνον 20 μόνον σελίδες,εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Στην πρώτη κυκλοφορία του μάλιστα προκάλεσε δυσμενείς κριτικές και αντιδράσεις, αλλά πολύ σύντομα,το 1947, το κλίμα αντιστράφηκε και η «Αμοργός»με τις ευμενείς ελληνικές και ξένες κριτικές κατατάχτηκε στην κορυφή της ελληνικής ποίησης. Η «Αμοργός» επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987. Από τότε ο ποιητής εδημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, «Φιλολογικά Χρονικά»), το «Ο Ιππότης και ο Θάνατος» ( 1947, «Μικρό Τετράδιο») και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, «Ο Ταχυδρόμος»), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.

Απόσπασμα από το βιβλίο ΑΜΟΡΓΟΣ
ΑΜΟΡΓΟΣ

Σ´ἕνα πράσινο στρο

Κακο μάρτυρες νθρώποισιν φθαλμο

κα τα βαρβαράρους ψυχς χόντων.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμέμα

Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἧμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρά μέσα στῶν σφουγγαριῶν τά σεντόνια

Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα

Μήπος τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιὰς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια

Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξιζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποῦ σαλεύουν

Μόνο ν’ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη

Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια

Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα

Καὶ τότε θά ’ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι

Μὲς στοὺς ὁδοστροτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες

Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων

Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων.

Γι’ αὐτὸ λοiπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας

Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτὰμια

Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους

Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν

Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα

Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι

Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια

Μὴ γίνεσαι ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ